- Τι τα θέλετε, αδελφή;
- Το' χεις βάλει στον ήλιο και θα μας το πεθάνεις! Θα καεί το παιδί, όταν θα φεύγετε.... Και τα παίρνει τα κλειδιά και βάζει το αυτοκίνητο κάτω απ' το δέντρο, στη σκιά.
Ε.... είπανε, είπανε, ούτε και θυμάται. Ηρέμησε όμως η Μάνα. Ξεχάστηκε. Είχε ταϊστεί κι ο μικρός της....
- Βρε, Γερόντισσα, πέρασε η ώρα και κάτι με ήθελες. Με φώναξες, αλλά δεν μου το είπες και πρέπει να φύγω. Πρέπει να μαγειρέψω στα παιδιά.
- Τι σκοπεύεις να κάνεις;
- Καλά, θα δούμε, της λέει.
Πάει να φύγει. Το' χανε βάλει το παιδί οι αδελφές στο καθισματάκι του εκεί στη σκιά. Μπαίνει στο αυτοκίνητο και φεύγει. Όταν κατέβηκε, για να βγάλει το παιδί, είδε μ' ένα κιλίμι, που' χε πίσω στο πορτμπαγκάζ, σκεπασμένα πράγματα κι έναν τενεκέ λάδι.
- Πω, πω, τι έκανε η καλόγρια! Πάει μέσα στο δωμάτιο, αφήνει το παιδί στο κρεβάτι και παίρνει αμέσως τηλέφωνο τη Γερόντισσα.
- Γερόντισσα, μην τις μαλώσεις!
Φαίνεται κάπου θα πήγαινες τα πράγματα και οι καλόγριες τα' βαλαν χωρίς να το ξέρουν. Είναι στο αυτοκίνητο... Αλλά πες μου! Τώρα που θα' ρθουνε τα παιδιά και θα κοιμηθεί ο μικρός, εγώ θα τα πάω όπου θέλεις! Πες μου, πού θα πάνε;
- Να σου πω πού θα πάνε, της λέει η Γερόντισσα. Σπάρτης 22, θα πάνε!
- Γερόντισσα! Σπάρτης 22 είναι το δικό μου.....
- Εκεί θα πάνε τα πράγματα, επιμένει η Γερόντισσα.
- Βρε Γερόντισσα, συγγνώμη! Σου' πα εγώ πως δεν έχω λάδι;
- Όχι εσύ. Ο άγιος Γιάννης!
- Ποιος; Τι είπες;
- Ο άγιος Γιάννης, σου λέω!
- Αφού ξέρεις πως ετοιμαζόμαστε να φύγουμε για την Τήνο. Τα πράγματα αυτά τα είχαμε φορτώσει και θα πηγαίνανε σε άλλη οικογένεια. Το βράδυ όμως ήρθε και με ξύπνησε και μου' πε:
- Τα πράγματα αυτά πρέπει να πάνε στην κουμπάρα σου!
Έπεσε το τηλέφωνο απ' τα χέρια της. Θυμήθηκε τον Γιάννη της, που το ίδιο πρωί της είχε πει:
- Δεν ξέρω εγώ τώρα να λέω "τὀν ἄρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον δός ἡμῖν σήμερον";
- Γερόντισσα, ξέρεις τι έγινε; Και τι να σου λέω τώρα! Άσ' το, δεν μπορώ να σου πω τώρα. Θα τα πούμε άλλη ώρα. Κι άρχισε να την πιάνει τη μάνα τώρα μια ταχυκαρδία... "Άμα θα' ρθεί ο άντρας μου και δει τα πράγματα"...
- Τι θα πεις; να λέει στον εαυτό της. Την ἐπιασε ένας πόνος, φοβερός πόνος! Έπεσε στα γόνατα.
- Θεέ μου, εσύ βόλεψέ το! Έρχεται... Και της λέει:
- Σε ποιον με χρέωσες πάλι;
- Δεν είναι χρέος! Τα έστειλε η Γερόντισσα.
- Της είπες πως δεν είχαμε να φάμε;
- Ναι! Ακριβώς έτσι της είπα! Και είπε η Γερόντισσα:
- Εμείς έχουμε πολλά! Μη σε νοιάζει! Κι όποτε δεν έχεις να τρως, θα' ρχεσαι εδώ πέρα!, του είπε εκείνη σαν να' χε τα νεύρα της. Σαν να μην ήθελε να του αποκαλύψει το θαύμα τ' Αϊ- Γιαννιού εκείνη την ώρα... Μόνο χρόνια αργότερα του τα' πε. και σ' εκείνον και στα παιδιά τους... πως κάποτε ο "Μεγάλος Γιάννης" άκουσε τον μικρό...
(Σταύρου Β. Γουναρίδη, Όταν ψιθυρίζει ο Θεός, Τότε που ο "Μεγάλος" Γιάννης "άκουσε" τον μικρό..., Αθήνα 2019, Εκδόσεις Έαρ).
Καλημέρα σας! καλή κι ευλογημένη εβδομάδα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου