Ένα μπλογκ για την εκπαίδευση με Ορθόδοξες σκέψεις, πνευματικά θέματα και προεκτάσεις!
Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2022
Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2022
Θαυμαστές διηγήσεις μέρος 14ο (β μέρος- τελευταίο)
Γύρισε η Μαρία να δει τον Στάθη της από μακριά για μια τελευταία, τελευταία φορά. Πριν προλάβει η μάνα της να τη γυρίσει προς τα εμπρός... Γύρισε προς τα πίσω κι εκείνη. Ένας καβαλάρης φάνηκε από το πουθενά. Δίχως να κατέβει από τ' άλογό του, φώναξε δυνατά στα ρωμαίικα:
- Ένα παιδί μονάχο, μωρέ! Ποιανού, βρε, είν' αυτό το παιδί;
Όλοι τον είδαν. Όλοι τον άκουσαν. Πού βρέθηκε εκεί; Άντρας εκείνη την ώρα; Και είναι και νέος, Και πάνω σ' άλογο; Και να μιλάει Ελληνικά; Ποιος να' ταν; Σαν να κατέβηκε από την εικόνα του ο Αϊ Γιώργης ο ίδιος, που σε εκείνα τα μέρη ανδρώθηκε, Κοντοστάθηκαν όλοι για μια στιγμή. Σαν να σταμάτησε για εκείνη μονάχα τη στιγμή ολάκερος ο χρόνος. Την ακινησία της στιγμής τη διακόπτει ένα ξαφνικό τρέξιμο. Σαν αστραπή. Ένα παιδί είναι. Ο Σταύρος.
- Είναι ο αδερφός μου. Ο Στάθης!, λέει στον καβαλάρη. Σκύβει και τον παίρνει στην αγκαλιά του. Τρέχοντας ξανά, γυρίζει στους δικούς του. Κοιτάζει τη μάνα του, που' ταν ακόμη αποσβολωμένη, και κοφτά της λέει:
- Μάνα, από δω και πέρα, τον Στάθη θα τον κουβαλάω εγώ. Προχωράμε!
Το' πε και το' κανε. Μέχρι να φτάσουν... Και έφτασαν. Πρώτα στο λιμάνι του Πειραιά και μετά, πάλι με τα πόδια, προς τον τελευταίο τους προορισμό, τη Νέα Ιωνία.
Μέχρι το τέλος της ζωής του, ο Στάθης, κάθε φορά που έλεγε "ο αδερφός μου, ο Σταύρος", γέμιζαν δάκρυα τα μάτια του και γλύκαινε το πρόσωπό του. Γλύκαινε με τον ίδιο τρόπο με εκείνον της μάνας του, τη στιγμή που άκουσε εκείνη την αντρίκια απόφαση από τον δεκατριάχρονο γιο της.... Όλα αυτά μας τα διηγήθηκε ο ίδιος, Δυο χρόνια μετά, το 2012, "έφυγε" ο Στάθης, για να συναντήσει τον αδερφό του τον Σταύρο, τη μάνα τους και τους υπόλοιπους δικούς τους, που είχαν φτάσει πρώτοι στον τελικό "προορισμό" τους.
Αφιερώνεται με απεριόριστο σεβασμό, σαν ένα αλλιώτικο μνημόσυνο σ' εκείνη τη Μαρία, αλλά και σε όλες εκείνες τις Μανάδες. Πολλούς αιώνες πριν, μια άλλη Μαρία είχε κι εκείνη το δικό τους φευγιό, πάνω σ' ένα γαϊδουράκι προς την Αίγυπτο, με τον Μοναχογιό της στην αγκαλιά. Στην ίδια περίπου ηλικία με τον Στάθη...
Σημειώσεις, μάλλον απαραίτητες για την πλήρη κατανόηση της ιστορίας μας:
Η Σπάρτη απέχει περίπου 405 χιλιόμετρα από τη Σμύρνη και 129 χιλιόμετρα από την Αττάλεια.... Ο Στάθης ήταν ο τελευταίος εναπομείνας από εκείνη τη μικρασιατική ρίζα, απ' όπου σε κάποια από τα επερχόμενα κλαδιά ξεφύτρωσες κι εσύ ο ίδιος που τα εξιστορείς...
(Ευχαριστίες θερμές στη Μαρία Τσαχ, για την ενεργή της συμμετοχή σ' εκείνη την ανεπανάληπτη βιντεοσκόπηση, απ' όπου προήλθε και η καταγραφή αυτού του γεγονότος και μάλιστα από την αυθεντική του πηγή).
(Σταύρου Β. Γουναρίδη, Όταν ψιθυρίζει ο Θεός, Είναι ο αδελφός μου. Ο Στάθης!, Αθήνα 2019, Εκδόσεις Έαρ).
Καλημέρα σας! καλή κι ευλογημένη εβδομάδα!
Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2022
Θαυμαστές διηγήσεις μέρος 14ο (α μέρος)
Τους είχαν πάρει οι Τούρκοι στα τάγματα εργασίας, τα περίφημα "αμελέ ταμπουρού" βαθιά μέσα στην Ανατολή. Ήταν μια πορεία προς τον θάνατο. Λίγοι κατάφερναν να επιζήσουν. Κάποιοι εξισλαμίστηκαν. Ελάχιστοι από αυτούς γλίτωσαν και αντίκρισαν ξανά τους δικούς τους. Με τρόπο μοναδικό για κάθε περίπτωση, η οποία θα μπορούσε από μόνη της να γεμίσει τις σελίδες ενός βιβλίου. Και ξεκίνησε το φευγιό των Ρωμιών από τις πατρογονικές τους εστίες.... Βάλε τις σκηνές αυτές στο μυαλό σου, κάνε τις πραγματικότητα και μπες σε μια γωνιά, απλά παρακολουθώντας τη συνέχεια....
Τότε, λοιπόν, η Μαρία βρέθηκε στον δρόμο για τον ξεριζωμό, ανάμεσα στις υπόλοιπες Ρωμιές, με τα έξι της παιδιά και τους γέροντες γονιούς της.... Κρατώντας σφιχτά στην αγκαλιά το μωρό της, τον Στάθη της, που ήταν δεν ήταν δυο χρονών.... Μάνα και πατέρας μαζί. Έπρεπε εκείνη να σκέφτεται για όλους τα πάντα. Να έχει στον νου της τα μεγαλύτερα παιδιά της, παλικάρια πια, τον Θανάση και τον Σταύρο, δεκαπέντε και δεκατριών χρονών, που κουβαλούσαν ο καθένας στον δικό του μπογκντά το βιος τους.
Λίγα ρούχα, τρόφιμα, τις κρυμμένες λίρες και δυο-τρεις εικόνες από το εικονοστάσι τους. Να μη χάνει από τα μάτια της τη μοναχοκόρη της, την Κλεάνθη. Δεν είχε και πολύ κανένας από τους νεότουρκους να της την αρπάξει. Να προσέχει να μη μένει πίσω η γερόντισσα μάνα της. Να παρηγορεί τον Βασίλη και το Φίλιππο, που λίγο απείχαν στην ηλικία απ' το μωρό. Και να' χει, πρώτο απ' όλους, και κείνο το βυζανιάρικο, που διαρκώς ν' αναζητά τη ζεστασιά του μητρικού στήθους. Να καθυστερεί κάθε τόσο να το αλλάξει με ό, τι πανιά της είχαν απομείνει. Κι όλο αυτό δεν σταμάταγε. Είχε χάσει πια τις μέρες που ήταν στους δρόμους. Και δεν ήξεραν καν πού θα φτάσουν. Και πότε....
Ακολουθούσαν απλά το τεράστιο μπουλούκι, στηριγμένες στην εμπιστοσύνη που τους ενέπνεε ο Δεσπότης τους, ο Πατάρων Μελέτιος που προχωρούσε μπροστά. Πόσο ν' αντέξει; Κι όταν οι στιγμές στο φευγιό τους γίνηκαν ώρες και οι ώρες μέρες, και οι μέρες βδομάδες, η σκέψη, που εδώ και καιρό - αιώνες το' νιωθε - της είχε άγρια καρφωθεί στο μυαλό, θέριεψε.... Κι όλο την απόδιωχνε. Εκείνη όμως επανερχόταν συνεχώς σαν τη φωνή της λογικής, που σε λίγους, μέσα σ' αυτή την τρέλα, είχε απομείνει.
"Όταν υπάρχουν τόσες ψυχές να περισωθούν, οι αποφάσεις πρέπει να' ναι γρήγορες και γενναίες. Πρέπει να την πληρώσει όποιος καθυστερεί τους υπόλοιπους. Ο πιο αδύναμος. Τελεία και παύλα", τριβέλιζε όλο και πιο φωναχτά στο ταλαίπωρο μυαλό της. Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει. Όλα τα υπόλοιπα όμως γύρω της της φώναζαν το ίδιο. Κοντοστάθηκε για λίγο. Το έβαλε στο στήθος. Ρούφηξε αχόρταγα εκείνο. Την πήραν τα κλάματα. Η Κλεάνθη της, δίπλα της, τη ρώτησε τι έχει. Σκούπισε με την ανάστροφη τα μάτια της. - Τίποτα δεν έχω. Προχωρήστε εσείς! Να αλλάξω το παιδί.
συνεχίζεται...
(Σταύρου Β. Γουναρίδη, Όταν ψιθυρίζει ο Θεός, Είναι ο αδελφός μου. Ο Στάθης!, Αθήνα 2019, Εκδόσεις Έαρ).
Καλημέρα σας! καλή κι ευλογημένη εβδομάδα!
Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2022
Θαυμαστές διηγήσεις μέρος 13ο (β μέρος-τελευταίο)
- Τι τα θέλετε, αδελφή;
- Το' χεις βάλει στον ήλιο και θα μας το πεθάνεις! Θα καεί το παιδί, όταν θα φεύγετε.... Και τα παίρνει τα κλειδιά και βάζει το αυτοκίνητο κάτω απ' το δέντρο, στη σκιά.
Ε.... είπανε, είπανε, ούτε και θυμάται. Ηρέμησε όμως η Μάνα. Ξεχάστηκε. Είχε ταϊστεί κι ο μικρός της....
- Βρε, Γερόντισσα, πέρασε η ώρα και κάτι με ήθελες. Με φώναξες, αλλά δεν μου το είπες και πρέπει να φύγω. Πρέπει να μαγειρέψω στα παιδιά.
- Τι σκοπεύεις να κάνεις;
- Καλά, θα δούμε, της λέει.
Πάει να φύγει. Το' χανε βάλει το παιδί οι αδελφές στο καθισματάκι του εκεί στη σκιά. Μπαίνει στο αυτοκίνητο και φεύγει. Όταν κατέβηκε, για να βγάλει το παιδί, είδε μ' ένα κιλίμι, που' χε πίσω στο πορτμπαγκάζ, σκεπασμένα πράγματα κι έναν τενεκέ λάδι.
- Πω, πω, τι έκανε η καλόγρια! Πάει μέσα στο δωμάτιο, αφήνει το παιδί στο κρεβάτι και παίρνει αμέσως τηλέφωνο τη Γερόντισσα.
- Γερόντισσα, μην τις μαλώσεις!
Φαίνεται κάπου θα πήγαινες τα πράγματα και οι καλόγριες τα' βαλαν χωρίς να το ξέρουν. Είναι στο αυτοκίνητο... Αλλά πες μου! Τώρα που θα' ρθουνε τα παιδιά και θα κοιμηθεί ο μικρός, εγώ θα τα πάω όπου θέλεις! Πες μου, πού θα πάνε;
- Να σου πω πού θα πάνε, της λέει η Γερόντισσα. Σπάρτης 22, θα πάνε!
- Γερόντισσα! Σπάρτης 22 είναι το δικό μου.....
- Εκεί θα πάνε τα πράγματα, επιμένει η Γερόντισσα.
- Βρε Γερόντισσα, συγγνώμη! Σου' πα εγώ πως δεν έχω λάδι;
- Όχι εσύ. Ο άγιος Γιάννης!
- Ποιος; Τι είπες;
- Ο άγιος Γιάννης, σου λέω!
- Αφού ξέρεις πως ετοιμαζόμαστε να φύγουμε για την Τήνο. Τα πράγματα αυτά τα είχαμε φορτώσει και θα πηγαίνανε σε άλλη οικογένεια. Το βράδυ όμως ήρθε και με ξύπνησε και μου' πε:
- Τα πράγματα αυτά πρέπει να πάνε στην κουμπάρα σου!
Έπεσε το τηλέφωνο απ' τα χέρια της. Θυμήθηκε τον Γιάννη της, που το ίδιο πρωί της είχε πει:
- Δεν ξέρω εγώ τώρα να λέω "τὀν ἄρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον δός ἡμῖν σήμερον";
- Γερόντισσα, ξέρεις τι έγινε; Και τι να σου λέω τώρα! Άσ' το, δεν μπορώ να σου πω τώρα. Θα τα πούμε άλλη ώρα. Κι άρχισε να την πιάνει τη μάνα τώρα μια ταχυκαρδία... "Άμα θα' ρθεί ο άντρας μου και δει τα πράγματα"...
- Τι θα πεις; να λέει στον εαυτό της. Την ἐπιασε ένας πόνος, φοβερός πόνος! Έπεσε στα γόνατα.
- Θεέ μου, εσύ βόλεψέ το! Έρχεται... Και της λέει:
- Σε ποιον με χρέωσες πάλι;
- Δεν είναι χρέος! Τα έστειλε η Γερόντισσα.
- Της είπες πως δεν είχαμε να φάμε;
- Ναι! Ακριβώς έτσι της είπα! Και είπε η Γερόντισσα:
- Εμείς έχουμε πολλά! Μη σε νοιάζει! Κι όποτε δεν έχεις να τρως, θα' ρχεσαι εδώ πέρα!, του είπε εκείνη σαν να' χε τα νεύρα της. Σαν να μην ήθελε να του αποκαλύψει το θαύμα τ' Αϊ- Γιαννιού εκείνη την ώρα... Μόνο χρόνια αργότερα του τα' πε. και σ' εκείνον και στα παιδιά τους... πως κάποτε ο "Μεγάλος Γιάννης" άκουσε τον μικρό...
(Σταύρου Β. Γουναρίδη, Όταν ψιθυρίζει ο Θεός, Τότε που ο "Μεγάλος" Γιάννης "άκουσε" τον μικρό..., Αθήνα 2019, Εκδόσεις Έαρ).
Καλημέρα σας! καλή κι ευλογημένη εβδομάδα!