Τους είχαν πάρει οι Τούρκοι στα τάγματα εργασίας, τα περίφημα "αμελέ ταμπουρού" βαθιά μέσα στην Ανατολή. Ήταν μια πορεία προς τον θάνατο. Λίγοι κατάφερναν να επιζήσουν. Κάποιοι εξισλαμίστηκαν. Ελάχιστοι από αυτούς γλίτωσαν και αντίκρισαν ξανά τους δικούς τους. Με τρόπο μοναδικό για κάθε περίπτωση, η οποία θα μπορούσε από μόνη της να γεμίσει τις σελίδες ενός βιβλίου. Και ξεκίνησε το φευγιό των Ρωμιών από τις πατρογονικές τους εστίες.... Βάλε τις σκηνές αυτές στο μυαλό σου, κάνε τις πραγματικότητα και μπες σε μια γωνιά, απλά παρακολουθώντας τη συνέχεια....
Τότε, λοιπόν, η Μαρία βρέθηκε στον δρόμο για τον ξεριζωμό, ανάμεσα στις υπόλοιπες Ρωμιές, με τα έξι της παιδιά και τους γέροντες γονιούς της.... Κρατώντας σφιχτά στην αγκαλιά το μωρό της, τον Στάθη της, που ήταν δεν ήταν δυο χρονών.... Μάνα και πατέρας μαζί. Έπρεπε εκείνη να σκέφτεται για όλους τα πάντα. Να έχει στον νου της τα μεγαλύτερα παιδιά της, παλικάρια πια, τον Θανάση και τον Σταύρο, δεκαπέντε και δεκατριών χρονών, που κουβαλούσαν ο καθένας στον δικό του μπογκντά το βιος τους.
Λίγα ρούχα, τρόφιμα, τις κρυμμένες λίρες και δυο-τρεις εικόνες από το εικονοστάσι τους. Να μη χάνει από τα μάτια της τη μοναχοκόρη της, την Κλεάνθη. Δεν είχε και πολύ κανένας από τους νεότουρκους να της την αρπάξει. Να προσέχει να μη μένει πίσω η γερόντισσα μάνα της. Να παρηγορεί τον Βασίλη και το Φίλιππο, που λίγο απείχαν στην ηλικία απ' το μωρό. Και να' χει, πρώτο απ' όλους, και κείνο το βυζανιάρικο, που διαρκώς ν' αναζητά τη ζεστασιά του μητρικού στήθους. Να καθυστερεί κάθε τόσο να το αλλάξει με ό, τι πανιά της είχαν απομείνει. Κι όλο αυτό δεν σταμάταγε. Είχε χάσει πια τις μέρες που ήταν στους δρόμους. Και δεν ήξεραν καν πού θα φτάσουν. Και πότε....
Ακολουθούσαν απλά το τεράστιο μπουλούκι, στηριγμένες στην εμπιστοσύνη που τους ενέπνεε ο Δεσπότης τους, ο Πατάρων Μελέτιος που προχωρούσε μπροστά. Πόσο ν' αντέξει; Κι όταν οι στιγμές στο φευγιό τους γίνηκαν ώρες και οι ώρες μέρες, και οι μέρες βδομάδες, η σκέψη, που εδώ και καιρό - αιώνες το' νιωθε - της είχε άγρια καρφωθεί στο μυαλό, θέριεψε.... Κι όλο την απόδιωχνε. Εκείνη όμως επανερχόταν συνεχώς σαν τη φωνή της λογικής, που σε λίγους, μέσα σ' αυτή την τρέλα, είχε απομείνει.
"Όταν υπάρχουν τόσες ψυχές να περισωθούν, οι αποφάσεις πρέπει να' ναι γρήγορες και γενναίες. Πρέπει να την πληρώσει όποιος καθυστερεί τους υπόλοιπους. Ο πιο αδύναμος. Τελεία και παύλα", τριβέλιζε όλο και πιο φωναχτά στο ταλαίπωρο μυαλό της. Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει. Όλα τα υπόλοιπα όμως γύρω της της φώναζαν το ίδιο. Κοντοστάθηκε για λίγο. Το έβαλε στο στήθος. Ρούφηξε αχόρταγα εκείνο. Την πήραν τα κλάματα. Η Κλεάνθη της, δίπλα της, τη ρώτησε τι έχει. Σκούπισε με την ανάστροφη τα μάτια της. - Τίποτα δεν έχω. Προχωρήστε εσείς! Να αλλάξω το παιδί.
συνεχίζεται...
(Σταύρου Β. Γουναρίδη, Όταν ψιθυρίζει ο Θεός, Είναι ο αδελφός μου. Ο Στάθης!, Αθήνα 2019, Εκδόσεις Έαρ).
Καλημέρα σας! καλή κι ευλογημένη εβδομάδα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου