Χωμένο στις βελανιδιές και τις οξιές το ορεινό χωριό της Μακεδονίας τραβούσε κάθε καλοκαίρι πολλούς παραθεριστές, Πήγαιναν να καθαρίσουν τα πνευμόνια τους από τα καυσαέρια της πόλης. Επτακόσια μέτρα υψόμετρο. Δροσερό αεράκι, ησυχία και προπάντων ανοιχτοσύνη καρδιάς. Δεν έβλεπες να τρέχουν στους δρόμους οι άνθρωποι, για να προλάβουν το λεωφορείο και τις δουλειές, όπως γίνεται καθημερινά στις πόλεις μας. Χαιρετιόντουσαν, καλημερίζονταν μεταξύ τους με απλότητα και αδελφοσύνη.
Γέννημα και θρέμμα αυτού του χωριού ήταν κι ο μπάρμπα-Σπύρος. Χρόνια τώρα περνούσε τις μέρες του κοντά στα πρόβατά του. Το κοπάδι του, εκατό περίπου ζωντανά, ήταν η ζωή του. Τα φρόντιζε, τα προστάτευε κι εκείνα τον πλήρωναν ανάλογα. Γάλα, μαλλί, προβιά κρέας, πλούσια η αμοιβή των κόπων του. Ήταν οι μέρες που είχαν γεννήσει οι προβατίνες, κι ο μπάρμπα-Σπύρος είχε τις χαρές του. Έβλεπε τα αρνάκια, που' τρεχαν πίσω από τις μανάδες τους και μάθαιναν τα φερσίματά τους κι αναγάλλιαζε η καρδιά του. Μερικά ήταν κάτασπρα. Άλλα ήταν ραντιστά με μαύρες βούλες στη ράχη και στα πλευρά τους και δυο-τρία ήταν κατάμαυρα.
Εκεί όμως που το χαιρόταν κι έκανε τα σχέδια και τα όνειρά του γι' αυτά, βλέπει κάποιο πρωινό ξαφνικά να κατεβαίνει ένα πελώριο μαυρωπό πουλί από τον ουρανό, ν' αρπάζει στα νύχια του ένα αρνάκι και να χάνεται αμέσως πετώντας με ορμή στα ύψη. Τα' χασε ο μπαρμπα-Σπύρος. Δεν πρόλαβε καν να αντιδράσει. Η επίθεση ήταν αναπάντεχη. Ήταν και εποχή που απαγορευόταν το κυνήγι. Το έκλαψε πολύ το αρνάκι του. Όλη την ημέρα ήταν κακόκεφος. Σκεφτόταν την επίθεση του πουλιού. Το άλλο πρωινό, ενώ άρμεγε και κόντευε ν' αποτελειώσει, το αρπακτικό πουλί έκανε δεύτερη ξαφνική επίθεση κι άρπαξε στα γαμψά νύχια του κι άλλο αρνάκι.
Ο Σπύρος ένιωσε πόνο στην καρδιά του. Άφησε τη δουλειά και πήγε και ξάπλωσε λιγάκι σ' ένα ντιβάνι, για να συνέλθει. Τα πράγματα έγιναν δύσκολα, σκεφτόταν. Καλόμαθε το όρνιο και θα μου φάει τα αρνιά. Κάτι πρέπει να γίνει, μα τι; Πώς ν' αντιδράσει; Πέρασαν από το μυαλό του πολλές λύσεις, μα όλες τις έβλεπε κάπως αβέβαιες. Τελικά κατέληξε σε μια και την έβαλε σε εφαρμογή αμέσως, για να προλάβει το κακό. Λίγα μέτρα από τη στάνη, στην άκρη του χωριού, ζωσμένο από όμορφο περιποιημένο κήπο ήταν το σπίτι του παπα-Χρύσανθου, του παπά του χωριού τους, που όλους τους χωριανούς τους αγαπούσε σαν λογικά πρόβατά του. Χωρίς να χάνει καιρό, έτρεξε και χτύπησε την πόρτα του. Βγήκε η πρεσβυτέρα.
- Καλημέρα, μπαρμπα-Σπύρο, πώς από εδώ;
συνεχίζεται....
(Γεωργίου Γ. Ψαλτάκη, ... Κι έγινε το θαύμα, Ο γυπαετός, Αθήνα 2021, Εκδόσεις Σωτήρ).
Καλημέρα σας! Καλή και ευλογημένη εβδομάδα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου