Ολόγιομο το αυγουστιάτικο φεγγάρι ασημώνει τη θάλασσα, που απλώνεται προς τα Επτάνησα. Μες στη σιγαλιά του ήρεμου τοπίου με τις ελιές, τα αμπέλια, τις συκιές και τους ευκάλυπτους, ο μπάρμπα-Νίκος, καθισμένος στη ράχη του λόφου, αναπολεί τα περασμένα. Έχει αποχαιρετίσει από καιρό τα εβδομήντα. Κοντά πενήντα χρόνια πέρασαν από τότε που' φυγε από το χωριό του, κάπου στην Εύβοια, κι ήλθε για να φτιάξει τη ζωή του στην Αθήνα. Κάποιος συγχωριανός του, μακρινός του συγγενής, Θεός σχωρέσ' τον, τον πήρε, θυμάται, στη δουλειά του και θέλησε να του μάθει και τα μυστικά του εμπορίου. Μερικά του φερσίματα όμως χτυπούσαν άσχημα στη νεανική του καρδιά. Δεν του άρεσε το ψέμα και η ατιμία. Ήθελε παστρικές δουλειές.
- Έτσι, όπως πας, δεν θα προκόψεις ποτέ, του' πε κάποτε σουφρωμένος ο συγγενής του. Άκου και μένα, που' χω φάει τη ζωή με το κουτάλι. Με τους σταυρούς και τα λιβανιστήρια δεν πας ποτέ μπροστά...
Το άλλο αφεντικό, που βρήκε μετά από καιρό, ήταν τίμιος άνθρωπος. Σοβαρός και γλυκομίλητος, ο κυρ Αντρέας, έκρυβε μες στο παχύ του σώμα μια πολύ λεπτή καρδιά. Δεν θυμάται να του' πε πικρό λόγο ποτέ. Κι όταν έβρισκαν αραιά και που, λίγη ώρα κι έμεναν μόνοι τους, τον ορμήνευε για το πώς έπρεπε να φέρνεται στους πελάτες:
- Οι πελάτες είναι η ζωή μας. Κι ο πελάτης έχει πάντα δίκαιο. Να τον περιποιείσαι, αν θέλεις να τον έχεις πάντα δικό σου....
Τι να γίνεται, άραγε, τώρα ο κυρ Αντρέας; Όταν τον άφησε, φεύγοντας για τον στρατό, έμαθε πως πήρε σύνταξη και μετακόμισε στην Άρτα, στους δικούς του. Χρυσός άνθρωπος, στ' αλήθεια.....
Μετά το στρατιωτικό, με κάτι οικονομίες που είχε βάλει στην άκρη, άνοιξε δικό του μαγαζί, κάπου προς το τέρμα της Ιπποκράτους. Ήταν ένα μικρό μανάβικο. Το αγαπούσε πολύ το μαγαζί του ο Νίκος. Το ξεσκόνιζε και το καθάριζε κάθε μέρα. Τακτοποιούσε συχνά τα τελάρα με τα φρούτα, τα ζαρζαβατικά και τα λαχανικά κι ήθελε να λάμπουν όλα από πάστρα και τάξη. Ασβέστωνε επίσης τακτικά και το πεζούλι του πεζοδρομίου, για να είναι όλα καθαρά και να μη μολύνονται τα τρόφιμα.
Στον τοίχο, δίπλα στη ζυγαριά, κοντά στο τραπέζι με το ταμείο, είχε κρεμάσει έναν Σταυρό με φίλντισι, που του τον είχε δώσει φεύγοντας απ' το χωριό η μακαρίτισσα η μάνα του. Η γειτονιά τον γνώρισε σύντομα κι οι πελάτες ένας ένας άρχισαν να μπαινοβγαίνουν στο μαγαζί του. Σε όλους φερόταν με ευγένεια και καλοσύνη και πάντα με το χαμόγελο στα χείλη. Δεν ήθελε ν' αδικήσει κανέναν. Όταν έβαζε στη σακούλα τα φρούτα κι έβλεπε κανένα χαλασμένο, το' βγαζε στην άκρη κι έπειτα το πετούσε. Δεν προσπαθούσε να το δώσει κι αυτό μαζί με τα γερά.
συνεχίζεται....
(Γεωργίου Γ. Ψαλτάκη, ... Κι έγινε το θαύμα, Δεν θα με αφήσει, Αθήνα 2021, Εκδόσεις Σωτήρ).
Καλημέρα σας! Καλή και ευλογημένη εβδομάδα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου