Θέλω να ανοίξω το στόμα μου, αδελφοί, και να ομιλήσω περί του υψηλού θέματος της ταπεινοφροσύνης, αλλά κατέχομαι από φόβο, σαν άνθρωπος που γνωρίζει ότι πρόκειται να ομιλήση περί Θεού με την μέθοδο των λογισμών του. Διότι η ταπεινοφροσύνη είναι στολή της θεότητος. Πράγματι ο ενανθρωπήσας Λόγος αυτήν ενεδύθηκε και δι᾽αυτής ενώθηκε μ᾽ εμάς στο σώμα μας.
Όποιος την εφόρεσε αφομοιώθηκε αληθινά με εκείνον που κατέβηκε απ´το ύψος του και εκάλυψε την αρετή της μεγαλωσύνης του και εσκέπασε την δόξα του με την ταπεινοφροσύνη, για να μην καταφλεχθή η κτίσις με τη θέα του.
Διότι η κτίσις δεν θα μπορούσε να τον θεωρήση, αν δεν ελάμβανε μέρος απ᾽αυτήν, ώστε έτσι να κοινωνήση με αυτήν, ούτε θα μπορούσε ν᾽ ακούση τα λόγια από το στόμα του πρόσωπο προς πρόσωπο.
Άλλωστε ούτε οι υιοί του Ισραήλ δεν εμπόρεσαν ν᾽ ακούσουν τη φωνή του, όταν τους ωμίλησε από την νεφέλη, έως ότου είπαν προς τον Μωυσή, «ας ομιλήση ο Θεός μαζί σου, και μετάφερε σ' εμάς τους λόγους του. Ας μη ομιλήση μ' εμάς ο Θεός, για να μην αποθάνωμε» (Εξ. 20,19).
Πώς
θα μπορούσε λοιπόν η κτίσις να δεχθή φανερά την θέα του; Ήταν τόσο
φοβερό το όραμα του Θεού, ώστε ο προφήτης να ειπή, «είμαι φοβισμένος και
τρομαγμένος» (Πραξ. 7,31. Έξ. 3,3-6). Πράγματι επάνω στο όρος
εμφανίσθηκε η ίδια η αρετή της δόξας του.
Και το όρος ήταν καπνισμένο και έντρομο από τον φόβο της αποκαλύψεως που επρόκειτο να γίνη σ' αυτό, ώστε και τα θηρία που επλησίαζαν στα κατώτερα μέρη του να πεθαίνουν. Και ετοιμάσθηκαν και παρασκευάσθηκαν οι υιοί του Ισραήλ, διατηρούμενοι αγνοί επί τρεις ημέρες, σύμφωνα με την εντολή του Μωυσέως, ώστε να γίνουν άξιοι να ακούσουν την φωνή του Θεού και να δεχθούν την θέα της αποκαλύψεώς του. Και όταν έφθασε ο καιρός, δεν εμπόρεσαν να δεχθούν την θέα του φωτός του και την σφοδρότητα του ήχου των βροντών του (Έξ. 19,15-16. 20,18-21).
Και το όρος ήταν καπνισμένο και έντρομο από τον φόβο της αποκαλύψεως που επρόκειτο να γίνη σ' αυτό, ώστε και τα θηρία που επλησίαζαν στα κατώτερα μέρη του να πεθαίνουν. Και ετοιμάσθηκαν και παρασκευάσθηκαν οι υιοί του Ισραήλ, διατηρούμενοι αγνοί επί τρεις ημέρες, σύμφωνα με την εντολή του Μωυσέως, ώστε να γίνουν άξιοι να ακούσουν την φωνή του Θεού και να δεχθούν την θέα της αποκαλύψεώς του. Και όταν έφθασε ο καιρός, δεν εμπόρεσαν να δεχθούν την θέα του φωτός του και την σφοδρότητα του ήχου των βροντών του (Έξ. 19,15-16. 20,18-21).
Αλλά
τώρα που εσκόρπισε την χάρι του στον κόσμο με την παρουσία του, δεν
κατήλθε με σεισμό ούτε με πυρ ούτε με φωνή φοβερή και δυνατή, αλλά σαν
βροχή επάνω στο ποκάρι (Ψαλμ. 71,6) και σαν σταγόνα που στάζει απαλά
επάνω στη γη, και παρουσιάσθηκε να μας ομιλή με άλλον τρόπο.
Τούτο συνέβηκε, αφού εσκέπασε την μεγαλωσύνη του με το σκέπασμα της σαρκός σαν θησαυρό και μέσα μας ωμιλούσε μ' εμάς δι' εκείνου το οποίο του κατασκεύασε το Πνεύμα του από τον κόλπο της Παρθένου και Θεοτόκου Μαρίας, ώστε βλέποντας αυτόν που ήταν από το γένος μας να επικοινωνή μαζί μας, να μην ανησυχήσωμε από την θέα του.
Γι' αυτό οποιοσδήποτε εφόρεσε την στολή, με την οποία εμφανίσθηκε σ' εκείνο το σώμα που ενδύθηκε ο Κτίστης, ενδύθηκε τον ίδιο τον Χριστό (Ρωμ. 13,14). Διότι επιθύμησε να ενδυθή στον εσωτερικό του άνθρωπο το ομοίωμα, με το οποίο εθεάθηκε εκείνος από τα κτίσματά του και τα συναναστράφηκε και με αυτό γίνεται ορατός από τους συνδούλους του. Και αντί του ενδύματος της εξωτερικής τιμής και δόξας, εστολίσθηκε με αυτό.
Τούτο συνέβηκε, αφού εσκέπασε την μεγαλωσύνη του με το σκέπασμα της σαρκός σαν θησαυρό και μέσα μας ωμιλούσε μ' εμάς δι' εκείνου το οποίο του κατασκεύασε το Πνεύμα του από τον κόλπο της Παρθένου και Θεοτόκου Μαρίας, ώστε βλέποντας αυτόν που ήταν από το γένος μας να επικοινωνή μαζί μας, να μην ανησυχήσωμε από την θέα του.
Γι' αυτό οποιοσδήποτε εφόρεσε την στολή, με την οποία εμφανίσθηκε σ' εκείνο το σώμα που ενδύθηκε ο Κτίστης, ενδύθηκε τον ίδιο τον Χριστό (Ρωμ. 13,14). Διότι επιθύμησε να ενδυθή στον εσωτερικό του άνθρωπο το ομοίωμα, με το οποίο εθεάθηκε εκείνος από τα κτίσματά του και τα συναναστράφηκε και με αυτό γίνεται ορατός από τους συνδούλους του. Και αντί του ενδύματος της εξωτερικής τιμής και δόξας, εστολίσθηκε με αυτό.
Γι'
αυτό η λογική και σιωπηλή κτίσις κάθε άνθρωπο, που βλέπει ενδυμένον με
αυτό το ομοίωμα, τον προσκυνεί σαν τον Δεσπότη, προς τιμή του Δεσπότη
της, τον οποίον είδε ενδυμένον με αυτήν και συναναστρεφόμενον με αυτήν.
Πράγματι, ποιά κτίσις δεν σέβεται την θέα ταπεινόφρονος.
Εκείνη η γεμάτη αγιότητα θεωρία ήταν καταφρονεμένη, μέχρι που αποκαλύφθηκε σε όλους η δόξα της ταπεινοφροσύνης. Τώρα όμως ανέτειλε στους οφθαλμούς του κόσμου η μεγαλωσύνη της, και ο καθένας τιμά αυτό το ομοίωμα βλεπόμενο σε κάθε τόπο, και με αυτόν τον μεσίτη αξιώθηκε η κτίσις να δεχθή την θέα του κτίστη της και Δημιουργού (Ιω. 6,46). Γι' αυτό εκείνος που την απέκτησε δεν καταφρονείται ούτε από τους εχθρούς της αλήθειας, ακόμη και αν είναι υποδεέστερος όλης της κτίσεως, αλλ' αντιθέτως αυτός που την απέκτησε τιμάται με αυτήν σαν να φορή το στέμμα και πορφύρα.
Εκείνη η γεμάτη αγιότητα θεωρία ήταν καταφρονεμένη, μέχρι που αποκαλύφθηκε σε όλους η δόξα της ταπεινοφροσύνης. Τώρα όμως ανέτειλε στους οφθαλμούς του κόσμου η μεγαλωσύνη της, και ο καθένας τιμά αυτό το ομοίωμα βλεπόμενο σε κάθε τόπο, και με αυτόν τον μεσίτη αξιώθηκε η κτίσις να δεχθή την θέα του κτίστη της και Δημιουργού (Ιω. 6,46). Γι' αυτό εκείνος που την απέκτησε δεν καταφρονείται ούτε από τους εχθρούς της αλήθειας, ακόμη και αν είναι υποδεέστερος όλης της κτίσεως, αλλ' αντιθέτως αυτός που την απέκτησε τιμάται με αυτήν σαν να φορή το στέμμα και πορφύρα.
Ποτέ
δεν μισεί ο άνθρωπος τον ταπεινόφρονα ούτε τον προσβάλλει με λόγο ούτε
τον καταφρονεί. Αντιθέτως, αφού τον αγαπά ο Δεσπότης του, αγαπάται από
όλους . Αγαπά τους πάντας και οι πάντες τον αγαπούν. Όλοι τον επιθυμούν,
και όπου και αν πλησιάση τον βλέπουν σαν Άγγελο φωτός (Β' Κορ. 11,14)
και του απονέμουν την τιμητική θέσι.
Αν ομιλή ο σοφός και ο διδάσκαλος, θα κατασιγήσουν όλοι. διότι δίδουν τον λόγο στον ταπεινόφρονα. Οι οφθαλμοί όλων προσέχουν στο στόμα του, σαν λόγους του Θεού.
Η βραχυλογία του είναι ευχάριστη σαν του λόγους των σοφιστών που αναπτύσσουν τις σκέψεις των. Οι λόγοι του είναι γλυκείς στην ακοή των σοφών περισσότερο από ό,τι είναι στον φάρυγγα η κηρήθρα και το μέλι. (Ψαλμ. 118,103 & Ψαλμ. 18,10 & Παρμ. 16,24). Και σε όλους θεωρείται σαν θεός, έστω και αν είναι απαίδευτος στον λόγο, εξουθενωμένος και ευτελής στην εμφάνισί του.
Αν ομιλή ο σοφός και ο διδάσκαλος, θα κατασιγήσουν όλοι. διότι δίδουν τον λόγο στον ταπεινόφρονα. Οι οφθαλμοί όλων προσέχουν στο στόμα του, σαν λόγους του Θεού.
Η βραχυλογία του είναι ευχάριστη σαν του λόγους των σοφιστών που αναπτύσσουν τις σκέψεις των. Οι λόγοι του είναι γλυκείς στην ακοή των σοφών περισσότερο από ό,τι είναι στον φάρυγγα η κηρήθρα και το μέλι. (Ψαλμ. 118,103 & Ψαλμ. 18,10 & Παρμ. 16,24). Και σε όλους θεωρείται σαν θεός, έστω και αν είναι απαίδευτος στον λόγο, εξουθενωμένος και ευτελής στην εμφάνισί του.
Ο ταπεινόφρων προσεγγίζει στα σαρκοβόρα θηρία, και όταν αυτά τον αντικρύσουν ημερώνεται η αγριότης των, τον πλησιάζουν σαν αυθέντη του, κινούν τα κεφάλια τους, γλείφουν τα χέρια και τα πόδια του. Διότι οσφραίνονται απ' αυτόν εκείνη την οσμή που απέπνεε ο Αδάμ πριν από την παράβασι, όταν συνάχθηκαν γύρω του και τους έβαλε τα ονόματε στον παράδεισο (Γεν. 2,29).
Την οσμή που μας αφαιρέθηκε, έπειτα την ανανέωσε και μας την έδωσε πάλι κατά την παρουσία του, οπότε έκαμε γλυκειά την ευωδία του γένους των ανθρώπων. Προσεγγίζει πάλι τα θανατηφόρα ερπετά, κι ευθύς, μόλις πλησιάση το χέρι του και εγγίση το σώμα τους, διακόπτεται η οξύτης και η σκληρότης του θανατηφόρου δηλητηρίου τους. Τα πιάνει στο χέρι του σαν την ακρίδα.
Προσεγγίζει
τους ανθρώπους, και τον προσέχουν σαν τον Κύριο.
Και γιατί λέγω τους ανθρώπους; Ακόμη και οι δαίμονες με όλη την σφοδρότητα και πίκρα τους και με όλη την υπεροψία του φρονήματός των, όταν φθάσουν κοντά σ' αυτόν, γίνονται σαν χώμα.
Μαραίνεται όλη η κακία τους και καταστρέφονται όλες οι μηχανές των και σταματούν οι πανουργίες των.
Και γιατί λέγω τους ανθρώπους; Ακόμη και οι δαίμονες με όλη την σφοδρότητα και πίκρα τους και με όλη την υπεροψία του φρονήματός των, όταν φθάσουν κοντά σ' αυτόν, γίνονται σαν χώμα.
Μαραίνεται όλη η κακία τους και καταστρέφονται όλες οι μηχανές των και σταματούν οι πανουργίες των.
Τώρα
λοιπόν, αφού εδείξαμε το μέγεθος της τιμής της ταπεινοφροσύνης εκ
μέρους του Θεού και την δύναμι που είναι κρυμμένη σ' αυτήν, ας δείξωμεν
πλέον τί είναι αυτή η ταπείνωσις και πότε αξιώνεται να την δεχθή ο
άνθρωπος τελείως, όπως είναι. Θα διακρίνωμε δε ανάμεσα στους
ταπεινόφρονες το πρόσωπο εκείνο που αξιώθηκε την αληθινή ταπεινοφροσύνη.
Ταπείνωσις είναι κάποια μυστική δύναμις, την οποία μετά το πέρας όλης της ενάρετης ζωής υποδέχονται οι τέλειοι άγιοι. Δεν δίδεται αυτή η δύναμις παρά μόνο στους τελείους κατά την αρετή, δια της δυνάμεως της χάριτος, κατά την αναλογία που η φύσις είναι γι' αυτό ικανή. Διότι η αρετή περικλείει μέσα της τα πάντα.
Γι' αυτό δεν μπορεί κανείς να θεωρήση τον πρώτο τυχόντα ως ταπεινόφρονα, αλλά μόνο εκείνους που αξιώθηκαν αυτή την τάξι που είπαμε. Δεν έφθασε στον βαθμό της ταπεινοφροσύνης ο καθένας που είναι ήσυχος ή συνετός ή πράος, αλλά πραγματικά ταπεινόφρων είναι όποιος έχει στα κρυφά κάτι άξιο υπερηφανείας και δεν υπερηφανεύεται, αλλά το έχει σαν χώμα με τον λογισμό του. Αλλά δεν καλούμε ταπεινόφρονα ούτε εκείνον που ταπεινώνει τον εαυτό του λόγω της μνήμης των παραπτωμάτων και πλημμελημάτων και τα μνημονεύει, για να συντριβή η καρδιά του και καταπέση η διάνοιά του από την μνήμη της υπερηφανείας.
Αν και αυτή η στάσις του είναι αξιέπαινη, δεν καλούμε ούτε αυτόν ταπεινόφρονα, διότι διατηρεί ακόμη τον λογισμό της υπερηφανείας και δεν απέκτησε την ταπείνωσι, αλλά την σύρει πλησίον του με επινοήσεις. Αν και αυτό, όπως είπα, είναι επαινετό, όμως η ταπείνωσι δεν είναι ιδική του. Την θέλει αλλά αυτή δεν είναι ιδική του.
Ταπεινόφρων τέλειος είναι εκείνος που δεν χρειάζεται να μηχανεύεται αφορμές για να ταπεινώση το φρόνημά του, αλλ' εκείνος που καθ' όλα την απέκτησε τελείως και φυσικώς χωρίς προσπάθεια. Όπως όποιος εδέχθηκε ένα μεγάλο χάρισμα που υπερέχει όλη την κτίσι και την φύσι, ο ίδιος όμως θεωρεί τον εαυτό του αμαρτωλό και ευτελή και ευκαταφρόνητο με τα δικά του μάτια, και όπως όποιος εισήλθε στα μυτήρια όλων των πνευματικών φύσεων και είναι τέλειος στην σοφία όλης της κτίσεως με κάθε ακρίβεια, ο ίδιος όμως θεωρεί τον εαυτό του αδαή, έτσι και αυτός εδώ, είναι ταπεινόφρων μέσα στην καρδιά του χωρίς μηχανεύματα και χωρίς βία.
Άραγε είναι δυνατό να γίνη άνθρωπος τέτοιος και ν' αλλάξει έτσι τον εαυτό του κατά τη φύσι, ή όχι; Μη αμφιβάλλεις καθόλου ότι η δύναμις των μυστηρίων που εδέχθηκε τελειοποιείται μέσα του, προχωρώντας σε κάθε είδος ενάρετου έργου. Αυτή είναι η δύναμις που εδέχθηκαν οι μακάριοι Απόστολοι με την μορφή του πυρός. Για χάρι της τους παράγγειλε ο Σωτήρ να μη απομακρυνθούν από την Ιερουσαλήμ, έως ότου δεχθούν την δύναμι από υψηλά.
Αυτή η Ιερουσαλήμ είναι η αρετή, δύναμις είναι η ταπείνωσις, και από υψηλά δύναμις είναι ο Παράκλητος, που σημαίνει το Πνεύμα της παρακλήσεως. Και τούτο είναι εκείνο που ελέχθηκε περί αυτού στην θεία Γραφή, ότι τα μυστήρια αποκαλύπτονται στους ταπεινόφρονες.
Τούτο το Πνεύμα των αποκαλύψεων που δείχνει τα μυστήρια αξιώνονται οι ταπεινόφρονες να δεχθούν μέσα τους. Και γι' αυτό ελέχθηκε από μερικούς αγίους ότι η ταπείνωσις τελειώνει την ψυχή με τις θείες θεωρίες. Επομένως, ας μη τολμήση άνθρωπος να σκεφθή με την ψυχή του ότι έφθασε ο ίδιος το μέτρο της ταπεινοφροσύνης, και μάλιστα απλώς με ένα λογισμό κατανύξεως που του ήλθε κάποια στιγμή ή με ολίγα δάκρυα που εξήλθαν από τα μάτια του ή με ένα αγαθό που το κατέχει φυσικά ή που το απέκτησε βιαίως.
Διότι σ' αυτήν την περίπτωση όλων των μυστηρίων και το φρούριο όλων των αρετών, δηλαδή με τόσο μικρά έργα θα είχε αποκτήσει ένα τόσο μεγάλο χάρισμα. Αλλά αν νικήση όλα τα ενάντια πνεύματα, χωρίς να του ξεφύγει ούτε ένα από τα έργα όλων των αρετών που να μη το έπραξε και να μη το απέκτησε, αν νικήση και υποτάξη όλα τα οχυρώματα των εναντίων, και έπειτα αισθανθή μέσα του πνευματικά ότι εδέχθηκε αυτό το χάρισμα, όταν δηλαδή το Πνεύμα μαρτυρή στο πνεύμα του, κατά τον λόγο του Αποστόλου, τούτο είναι η τελειότης της ταπεινοφροσύνης.
Μακάριος είναι όποιος την απέκτησε, διότι κάθε ώρα ασπάζεται και περιπτύσσεται τον κόλπο του Ιησού. Αν όμως ερωτήση κάποιος άνθρωπος. Τί να κάνω; πώς θα την αποκτήσω; με ποιόν τρόπο θα γίνω άξιος να την δεχθώ; Νά, εγώ βιάζω τον εαυτό μου και όταν νομίσω ότι την απέκτησα, παρατηρώ ότι, ιδού μέσα στην διάνοιά μου περιστρέφονται έννοιες αντίθετες αυτής. Και τότε περιπίπτω σε απόγνωσι. Σ' αυτόν που κάνει την ερώτησι αυτή θα δοθεί η εξής απόκρισις.
«Αρκετό είναι στον μαθητή να γίνει σαν τον διδάσκαλό του, και στον δούλο να γίνει σαν τον κύριό του». Βλέπε αυτόν που έδωσε την εντολή και δωρίζει το χάρισμα, με ποιον τρόπο το απέκτησε, γίνε όμοιος με αυτόν και θα την ευρής. Αυτός πράγματι είπε, «έρχεται ο άρχων του κόσμου τούτου, και δεν ευρίσκει τίποτε σε μένα». Βλέπετε, πως είναι δυνατό με την τελειότητα όλων των αρετών ν' αποκτήσετε την ταπεινοφροσύνη;
Ας γίνωμε ζηλωτές αυτού που έδωσε την εντολή. «Οι αλεπούδες», λέγει «έχουν φωλιές, και τα πτηνά του ουρανού κατασκηνώσεις, ενώ ο Υιός του ανθρώπου δεν έχει που να κλίνη το κεφάλι του», αυτός που δοξάζεται από όλους τους τελειωθέντας και αγιασθέντας και ολοκληρωθέντας σε όλες τις γενεές, μαζί με τον Πατέρα που τον απέστειλε και το άγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.
Ταπείνωσις είναι κάποια μυστική δύναμις, την οποία μετά το πέρας όλης της ενάρετης ζωής υποδέχονται οι τέλειοι άγιοι. Δεν δίδεται αυτή η δύναμις παρά μόνο στους τελείους κατά την αρετή, δια της δυνάμεως της χάριτος, κατά την αναλογία που η φύσις είναι γι' αυτό ικανή. Διότι η αρετή περικλείει μέσα της τα πάντα.
Γι' αυτό δεν μπορεί κανείς να θεωρήση τον πρώτο τυχόντα ως ταπεινόφρονα, αλλά μόνο εκείνους που αξιώθηκαν αυτή την τάξι που είπαμε. Δεν έφθασε στον βαθμό της ταπεινοφροσύνης ο καθένας που είναι ήσυχος ή συνετός ή πράος, αλλά πραγματικά ταπεινόφρων είναι όποιος έχει στα κρυφά κάτι άξιο υπερηφανείας και δεν υπερηφανεύεται, αλλά το έχει σαν χώμα με τον λογισμό του. Αλλά δεν καλούμε ταπεινόφρονα ούτε εκείνον που ταπεινώνει τον εαυτό του λόγω της μνήμης των παραπτωμάτων και πλημμελημάτων και τα μνημονεύει, για να συντριβή η καρδιά του και καταπέση η διάνοιά του από την μνήμη της υπερηφανείας.
Αν και αυτή η στάσις του είναι αξιέπαινη, δεν καλούμε ούτε αυτόν ταπεινόφρονα, διότι διατηρεί ακόμη τον λογισμό της υπερηφανείας και δεν απέκτησε την ταπείνωσι, αλλά την σύρει πλησίον του με επινοήσεις. Αν και αυτό, όπως είπα, είναι επαινετό, όμως η ταπείνωσι δεν είναι ιδική του. Την θέλει αλλά αυτή δεν είναι ιδική του.
Ταπεινόφρων τέλειος είναι εκείνος που δεν χρειάζεται να μηχανεύεται αφορμές για να ταπεινώση το φρόνημά του, αλλ' εκείνος που καθ' όλα την απέκτησε τελείως και φυσικώς χωρίς προσπάθεια. Όπως όποιος εδέχθηκε ένα μεγάλο χάρισμα που υπερέχει όλη την κτίσι και την φύσι, ο ίδιος όμως θεωρεί τον εαυτό του αμαρτωλό και ευτελή και ευκαταφρόνητο με τα δικά του μάτια, και όπως όποιος εισήλθε στα μυτήρια όλων των πνευματικών φύσεων και είναι τέλειος στην σοφία όλης της κτίσεως με κάθε ακρίβεια, ο ίδιος όμως θεωρεί τον εαυτό του αδαή, έτσι και αυτός εδώ, είναι ταπεινόφρων μέσα στην καρδιά του χωρίς μηχανεύματα και χωρίς βία.
Άραγε είναι δυνατό να γίνη άνθρωπος τέτοιος και ν' αλλάξει έτσι τον εαυτό του κατά τη φύσι, ή όχι; Μη αμφιβάλλεις καθόλου ότι η δύναμις των μυστηρίων που εδέχθηκε τελειοποιείται μέσα του, προχωρώντας σε κάθε είδος ενάρετου έργου. Αυτή είναι η δύναμις που εδέχθηκαν οι μακάριοι Απόστολοι με την μορφή του πυρός. Για χάρι της τους παράγγειλε ο Σωτήρ να μη απομακρυνθούν από την Ιερουσαλήμ, έως ότου δεχθούν την δύναμι από υψηλά.
Αυτή η Ιερουσαλήμ είναι η αρετή, δύναμις είναι η ταπείνωσις, και από υψηλά δύναμις είναι ο Παράκλητος, που σημαίνει το Πνεύμα της παρακλήσεως. Και τούτο είναι εκείνο που ελέχθηκε περί αυτού στην θεία Γραφή, ότι τα μυστήρια αποκαλύπτονται στους ταπεινόφρονες.
Τούτο το Πνεύμα των αποκαλύψεων που δείχνει τα μυστήρια αξιώνονται οι ταπεινόφρονες να δεχθούν μέσα τους. Και γι' αυτό ελέχθηκε από μερικούς αγίους ότι η ταπείνωσις τελειώνει την ψυχή με τις θείες θεωρίες. Επομένως, ας μη τολμήση άνθρωπος να σκεφθή με την ψυχή του ότι έφθασε ο ίδιος το μέτρο της ταπεινοφροσύνης, και μάλιστα απλώς με ένα λογισμό κατανύξεως που του ήλθε κάποια στιγμή ή με ολίγα δάκρυα που εξήλθαν από τα μάτια του ή με ένα αγαθό που το κατέχει φυσικά ή που το απέκτησε βιαίως.
Διότι σ' αυτήν την περίπτωση όλων των μυστηρίων και το φρούριο όλων των αρετών, δηλαδή με τόσο μικρά έργα θα είχε αποκτήσει ένα τόσο μεγάλο χάρισμα. Αλλά αν νικήση όλα τα ενάντια πνεύματα, χωρίς να του ξεφύγει ούτε ένα από τα έργα όλων των αρετών που να μη το έπραξε και να μη το απέκτησε, αν νικήση και υποτάξη όλα τα οχυρώματα των εναντίων, και έπειτα αισθανθή μέσα του πνευματικά ότι εδέχθηκε αυτό το χάρισμα, όταν δηλαδή το Πνεύμα μαρτυρή στο πνεύμα του, κατά τον λόγο του Αποστόλου, τούτο είναι η τελειότης της ταπεινοφροσύνης.
Μακάριος είναι όποιος την απέκτησε, διότι κάθε ώρα ασπάζεται και περιπτύσσεται τον κόλπο του Ιησού. Αν όμως ερωτήση κάποιος άνθρωπος. Τί να κάνω; πώς θα την αποκτήσω; με ποιόν τρόπο θα γίνω άξιος να την δεχθώ; Νά, εγώ βιάζω τον εαυτό μου και όταν νομίσω ότι την απέκτησα, παρατηρώ ότι, ιδού μέσα στην διάνοιά μου περιστρέφονται έννοιες αντίθετες αυτής. Και τότε περιπίπτω σε απόγνωσι. Σ' αυτόν που κάνει την ερώτησι αυτή θα δοθεί η εξής απόκρισις.
«Αρκετό είναι στον μαθητή να γίνει σαν τον διδάσκαλό του, και στον δούλο να γίνει σαν τον κύριό του». Βλέπε αυτόν που έδωσε την εντολή και δωρίζει το χάρισμα, με ποιον τρόπο το απέκτησε, γίνε όμοιος με αυτόν και θα την ευρής. Αυτός πράγματι είπε, «έρχεται ο άρχων του κόσμου τούτου, και δεν ευρίσκει τίποτε σε μένα». Βλέπετε, πως είναι δυνατό με την τελειότητα όλων των αρετών ν' αποκτήσετε την ταπεινοφροσύνη;
Ας γίνωμε ζηλωτές αυτού που έδωσε την εντολή. «Οι αλεπούδες», λέγει «έχουν φωλιές, και τα πτηνά του ουρανού κατασκηνώσεις, ενώ ο Υιός του ανθρώπου δεν έχει που να κλίνη το κεφάλι του», αυτός που δοξάζεται από όλους τους τελειωθέντας και αγιασθέντας και ολοκληρωθέντας σε όλες τις γενεές, μαζί με τον Πατέρα που τον απέστειλε και το άγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.
Λόγος Κ, 1-18, σελ. 311-325
Φιλοκαλία των Νηπτικών και Ασκητικών
Ισαάκ του Σύρου, Λόγοι Ασκητικοί (Α΄-ΚΣΤ΄)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου