Η παιδεία είναι εκ φύσεως λιμάνι-καταφύγιο- για όλους τους ανθρώπους (Μένανδρος)--Το πιο σημαντικό είναι να μη σταματάς ποτέ να ρωτάς. Η περιέργεια έχει το δικό της λόγο ύπαρξης (Άλμπερτ Αϊνστάιν)--Μάθε να αγαπάς αυτούς που δεν πληγώνουν την αγάπη (Γ. Ρίτσος)--Τα εμπόδια δεν με πτοούν: καθένα από αυτά ενδυναμώνει τη θέληση για το ξεπέρασμά του (Λεονάρντο ντα Βίντσι)--Η πεμπτουσία της γνώσης είναι όταν την έχεις να την εφαρμόζεις κι όταν δεν την έχεις να ομολογείς την άγνοιά σου (Κομφούκιος) --Όλοι σκέπτονται να αλλάξουν τον κόσμο και κανείς τον εαυτό του (Λέων Τολστόι) --Ό, τι επαναλαμβάνουμε μας καθορίζει (Αριστοτέλης) --Δεν αγαπούν αυτοί που δεν δείχνουν την αγάπη τους (Σαίξπηρ) --Η αρετή είναι μια κατάσταση πολέμου και για να ζήσουμε μ' αυτήν πρέπει να πολεμάμε με τον εαυτό μας (Ζαν Ζακ Ρουσσώ) --Ό,τι είναι η γλυπτική για ένα κομμάτι μάρμαρο, είναι και η μόρφωση για την ψυχή (Τζότζεφ Άντισον) --Ο μέτριος δάσκαλος λέει. Ο καλός δάσκαλος εξηγεί. Ο ανώτερος δάσκαλος επιδεικνύει. Ο μεγάλος δάσκαλος εμπνέει (Γουίλιαμ Άρθουρ Γουόρντ)--Ο αληθινά σοφός δάσκαλος δεν σε προσκαλεί στον οίκο της σοφίας του, αλλά σε οδηγεί στο κατώφλι του δικού σου πνεύματος (Χαλίλ Γκιμπράν)



Δευτέρα 24 Ιουνίου 2013

Το θαύμα του Αγίου Πνεύματος (Θωμάς Ρυζκώφ)


Στα μέσα του περασμένου αιώνος, στα κάτεργα της Σιβηρίας, μέσα σε όλους τους βαρυποινίτες φυλακισμένους ξεχωρίζει για την αγριότητά του ο βαρυποινίτης Θωμάς Ρυζκώφ. Είναι ένας γιγαντόσωμος, ολόξανθος νέος περίπου 24 χρονών, καταδικασμένος ισόβια για φόνο, που δεν παραδέχεται ότι διέπραξε. Όπως λέμε, έπεσε σε δικαστική πλάνη που με κακότητα και εμπάθεια κατέθεσαν εναντίον του ψεύτικα κάποιοι Χριστιανοί! 
"Είμαι αθώος, είμαι αθώος, δεν έκανα τίποτα, αφήστε με, αφήστε με να φύγω", έλεγε και κτυπούσε με λύσσα το κεφάλι του στον τοίχο του κελιού του μέχρι που μάτωνε. Περνούσε ο καιρός και τόσο περισσότερο κλείνονταν στον εαυτό του ο Θωμάς κι έμοιαζε σαν κυνηγημένος και παραδαρμένος λύκος, αποκτώντας έτσι το παρατσούκλι "Λυκοθωμάς".
Μαρτύριο και κόλαση αφόρητη ήταν η ζωή του Θωμά στα κάτεργα του Τοβόλσκυ! Οι βίαιοι ραβδισμοί των δεσμοφυλάκων του μάλιστα τον έκαναν να πάρει την απόφαση της απόδρασης, λέγοντας:"Θα εκδικηθώ, θα εκδικηθώ! Είμαι εντελώς αθώος". 
Πέρασαν έτσι τρία χρόνια, όταν μια άγρια παγερή βραδιά και με καταρρακτώδη βροχή κατάφερε να αποδράσει.Το θέαμα στο κελί του αποκρουστικό: δυο δεσμοφύλακες ήταν νεκροί, με τα κεφάλια τους ανοιγμένα φρικτά. Οι κυνηγετικές αρχές εξαπέλυσαν ανιχνευτές με σκύλους, για να πιάσουν τον δραπέτη, ο οποίος επικηρύχθηκε με το ποσό των 3000 ασημένιων ρουβλίων. 
Πέρασαν δυο περίπου χρόνια κι όταν κόντευαν να ξεχάσουν  την τρομακτική μορφή του γιγαντόσωμου δραπέτη, βρέθηκε σκοτωμένος, με το κεφάλι χωρισμένο στα δυο ο σκληρός κι αγέλαστος επόπτης των φυλακών, Κασιμίρ Πετρώφ, ενώ ένα κακογραμμένο χαρτί δίπλα του έλεγε:"Να παλιόσκυλε, ό, τι σου άξιζε για όσα μου έκανες"! 
Τότε, πανικός έπεσε στην περιοχή: οι κάτοικοι μαζεύονταν στα σπίτια τους, κλείδωναν καλά τις πόρτες και οι μικρομάνες, για να φοβερίζουν τα παιδιά τους, όταν ατακτούσαν, επικαλούνταν τον Λυκοθωμά. Οι αρχές τώρα πενταπλασίασαν το χρηματικό ποσό για τη σύλληψή του. 
Με το τέλος του χειμώνα κι αφού υποχώρησε η κακοκαιρία, έξι μήνες μετά, οι άνθρωποι πίστεψαν πως το θεριό αυτό είχε κατασπαραχθεί από άγρια θηρία κι έτσι ξεχύθηκαν άφοβα στους δρόμους. 
Ήταν Πάσχα, κτυπούσαν χαρμόσυνα οι εκκλησιές κι οι πιστοί με τις πολύχρωμες λαμπάδες τους εύχονταν: "Χριστός Βοσκρές(Χριστός ανέστη)", για να πάρουν την απάντηση "Βαΐστινο Βοσκρές (Αληθώς ανέστη)". Ο κόσμος γλέντησε την 1η μέρα του Πάσχα κι όταν άρχισε να σουρουπώνει, αποσύρονταν σιγά-σιγά στα σπίτια τους. Το ίδιο έκαναν ο μεγαλέμπορος Αλέξι Σαϊλόφσκι και η αρχόντισσα γυναίκα του, Τατιάνα.
Όμως τι να δουν, επιστρέφοντας; Κανείς δεν φαινόταν και παντού επικρατούσε σιγή, ακόμα κι αν περίμεναν να τους υποδεχτούν οι πιστοί υπηρέτες τους, Ντημιτρέι και Κύριλλος. Η αγωνία τους τούς δικαίωσε, αφού οι δυο υπηρέτες τους βρίσκονταν μέσα σε μια λίμνη αίματος, με τα κεφάλια ανοιγμένα. Η Τατιάνα πιάνει το κεφάλι της με τα δυο της χέρια, φωνάζοντας τον μονάκριβο εξάχρονο γιο της, Μικαέλ: "Παιδί μου, παιδί μου, Μικαέλ, Μικαέλ, πού είσαι αγόρι μου"; 
Ο Μικαέλ, ένας ολόξανθος άγγελος με ζωηρά ματάκια, στο άκουσμα της σπαρακτικής φωνής της μανούλας του, ξυπνάει, τρίβοντας τρυφερά τα ματάκια του και λέει: "Εδώ είμαι, γλυκιά μου μανούλα, γιατί φωνάζεις δυνατά"; "Παιδάκι μου, γλυκό μου παιδάκι" και το σφίγγει επάνω της."Ναι, χρυσή μου μανούλα, είμαι καλά, ξανακοιμήθηκα στο κρεβατάκι μου. Μόλις έφυγε από εδώ ένας μεγάλος άνθρωπος, πολύ μεγάλος, με μακριά γένια", ενώ δίπλα φαίνεται ένα φοβερό όπλο, το κιστέν, με το οποίο ο θάνατος γινόταν ακαριαίος. 
Κι ο μικρός διηγείται: "Καλή μου μανούλα, κοιμόμουνα εδώ, όταν αυτός ο μπάρμπας με τα γένια ετοιμαζόταν να πάρει το κιστέν. Τότε εγώ πήρα από το προσκέφαλό μου το όμορφο αβγό, που ζωγράφιζα τόση ώρα από προχθές το βράδυ και του το έδωσα χαμογελώντας με αγάπη,λέγοντας, Μπάρμπα, Χριστός Βοσκρές(Χριστός ανέστη). 
Τότε, εκείνος με κοίταξε πολλή ώρα στα μάτια και σιγά σιγά άρχισε να κατεβάζει το ματωμένο χέρι με το όπλο, πήρε το αβγό μου, μου χαμογέλασε και είπε: Βαΐστινο Βοσκρές (Αληθώς ανέστη). Είδα τότε στα μάτια του να γυαλίζουν δυο δάκρυα κι αφού έσφιξε το αβγό πάνω του, έτρεξε προς την πόρτα και χάθηκε".«Είμαστε χαμένοι», είπαν μερικοί κάτοικοι, όταν μαθεύτηκε η ιστορία, ολοφάνερα απελπισμένοι! «Ο Λυκοθωμάς εξακολουθούσε, με το ίδιο εκδικητικό μένος, να σκοτώνει...» Δεύτερη καμπάνα του Πάσχα και οι Αρχές είναι αφάνταστα αναστατωμένες!
Οι καμπάνες κτυπούν γλυκοχαρμόσυνα και γεμίζουν θάρρος τις τρομαγμένες καρδιές των χριστιανών που νομίζουν ότι ακούν τον ίδιο τον Αναστάντα Θεάνθρωπο να τους φωνάζει: «Θαρσεῖτε ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον» . Αλλά, πόση ήταν η κατάπληξη όλου του κόσμου αυτού, του φοβισμένου, πόση η απορία του , πόση η λαχτάρα του, όταν μέσα στην εκκλησία και σε μια κολόνα απ’ αυτές που στηρίζουν το δεξιό κλίτος, στέκεται ο Λυκοθωμάς, κοιτάζοντας κατάματα μόνο τον γλυκύτατο Χριστό που σταυρωμένος επάνω στον Σταυρό Του, βρισκόταν πάνω από την Ωραία Πύλη, ψιθυρίζοντας αδιάκοπα: «Κριστός Βοσκρές! Κριστός Βοσκρές!», κρατώντας το ζωγραφιστό αυγό του μικρού Μικαέλ επάνω στο στήθος του.
Μερικοί δεν ήθελαν να το πιστέψουν, άλλοι πάλι σταυροκοπιούνται και δακρυσμένοι λένε: «Έλα Χριστέ και Παναγιά μου ! Μα να πιστέψομε στα μάτια μας πως βλέπουμε μπροστά μας, εδώ μέσα, τον Θωμά; Είναι αλήθεια; Είναι πραγματικότητα; Είναι εδώ το θηρίο αυτό που κατασπάραζε αχόρταστα τόσες και τόσες ψυχές; που έκλεισε τόσα σπίτια αλύπητα και το όνομα του έκαμε όλους να σταματούν την αναπνοή τους;»... 
Και όμως ναι! Αυτός ήταν! ο Θωμάς Ρυζκώφ! Αυτός ο απαίσιος κακούργος και δολοφόνος που ήταν αρκετή ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ, εκεί κοντά στο κρεβατάκι του αγγελόμορφου Μικαέλ, για να ξαναγεννηθεί θαυματουργικά όπως τόσοι και τόσοι έχουν ξαναγεννηθεί τέτοια ημέρα φωτισμένοι από το Φως το Θείον της Αναστάσεως! 
Η δύναμις του Τιμίου Σταυρού του έσπασε και του γκρέμισε μέσα του κάθε τι ολέθριο και κακό! Ένας καινούριος άνθρωπος άρχισε να δημιουργείται μέσα του! Ένας άνθρωπος μετανιωμένος, γεμάτος αληθινή πίστη και αγάπη και καλοσύνη! Αυτό είναι πια ολοφάνερο... 
Τι κι αν πολλοί οπισθοχωρούν έντρομοι στην θέα του Θωμά, λες και πρόκειται να δεχθούν κάποια από τις φοβερές εκείνες επιθέσεις του; Τι κι αν άλλοι πλησιάζουν για να ψηλαφίσουν με τα μάτια τους και φωνάζουν ύστερα θριαμβευτικά: «Επιτέλους! αυτός είναι! Γρήγορα, ας ειδοποιήσομε την αστυνομία να τον συλλάβει». Μα ο Θωμάς μένει ατάραχος, ολύμπιος, λες και τώρα βρήκε ό,τι τόσα χρόνια ζητούσε να βρει, ό,τι η ψυχή του μέσα στα θεόρατα κύματα της αμφιβολίας και της εξαγριωμένης συνειδήσεως του σαν ασφάλεια λαχτάρησε να βρει. 
Τώρα από τα σκληρά του μάτια αδιάκοπα τρέχουν δάκρυα! Δάκρυα πολύτιμα μαργαριτάρια μετανοίας, σαν δάκρυα που είναι ικανά να κάμουν το πιο όμορφο λουτρό της ψυχής και να την καθαρίσουν από κάθε ρύπο η κηλίδα. Τέτοια δάκρυα κάποτε κύλησαν από τα μάτια ενός μετανιωμένου Δαβίδ, από τα μάτια της επ' αυτοφώρω συλληφθείσης γυναικός, από τα μάτια του συσταυρωθέντος μετά του Χριστού, εκ δεξιών κακούργου και του χάρισαν την πρώτη θέση στον Παράδεισο... 
Όταν τελειώνει η Θεία Λειτουργία, ο ασπρομάλλης ιερεύς στέκεται στην Ωραία Πύλη και κρατά στο δεξί του χέρι την ολόχρυση εικόνα της Αναστάσεως. Τα μάτια του πέφτουν επάνω στον Θωμά. Αρκετά λεπτά ο ένας κοιτά τον άλλον! Η στιγμή είναι άκρως συγκλονιστική. Ο ιερεύς τώρα με υψωμένο τον Τίμιον Σταυρόν, με αργό αλλά σταθερό βήμα εξέρχεται του ιερού Βήματος και πλησιάζει τον γονατισμένο Θωμά που τώρα συγκλονίζεται ολόκληρος από ένα δυνατό κλάμα με αναφιλητά που αντιλαλούν με αίσθησιν μέσα στον ναό.
Πατρικά ο ιερέας του λέγει: «Τόμα, Χριστός Βοσκρές» (Θωμά! Χριστός, Ανέστη). Ο Θωμάς γυρίζει τα βουρκωμένα μάτια του αργά-αργά και φοβισμένα , λες από ντροπή, προς τον λειτουργό του Υψίστου και ενώ τον πνίγουν τα δάκρυα απαντά: «Πάππα, Βοΐστινο Βοσκρές». (Πάτερ, Αληθώς Ανέστη). «Παιδί μου θέλεις να προσκύνησης τον Τίμιον Σταυρόν και την Ανάστασιν του Σωτήρος μας;  «Όχι! Όχι, πάτερ μου! Δεν τολμώ, δεν είμαι άξιος με τα λερωμένα χείλη μου να εγγίζω τον πεντακάθαρο Σταυρόν του Κυρίου μας!»... Ο ιερεύς δεν κρατήθηκε και πνίγηκε στο κλάμα, ενώ με πατρική στοργή φέρνει τον Σταυρόν στα χείλη του Θωμά που κάμει τώρα το σημείον Του επί του στήθους του και τον ασπάζεται λαχταριστά πολλές φορές! «Ο Θεός παιδί μου, λέγει ψιθυριστά ο ιερεύς, ας σου χαρίσει την ίαση της ψυχής σου. Αμήν». 
Ίσα - ίσα την στιγμήν εκείνη όρμησαν τέσσερις χωροφύλακες που είχαν ειδοποιηθεί για να συλλάβουν τον Θωμά. Εκείνος τώρα μόλις αντίκρισε τους χωροφύλακες όχι μόνον δεν προέβαλλε καμία αντίσταση, αλλά απλώνει τα χέρια του προς αυτούς και τους λέγει με χαμόγελο και με βουρκωμένα μάτια: «Κριστός Βοσκρές». Εκείνοι τον κοιτάζουν με απορία στα μάτια και κάπως φοβισμένα του περνούν τις χειροπέδες στα χέρια. Κόσμος πολύς περιτριγυρίζει τον Θωμά κατά την έξοδο του από τον ναό, ενώ σ' όλους φωνάζει χαρούμενος «Κριστός Βοσκρές». 
Μερικοί δακρύζουν από ακαθόριστα συναισθήματα και μονολογούν: «Πόσον άλλαξε το πλάσμα αυτό του Θεού!». Και ήταν αληθινά ο Θωμάς την ώρα που έβγαινε, γαλήνιος, συμπαθής και ξαναγεννημένος! Όλοι απομακρύνονται από το προαύλιο του ναού, συζητούν και σκέπτονται: «Ποιο θαύμα είναι αυτό που επέφερε αυτή την μεταλλαγή σ' αυτόν τον άνθρωπον που αποτελούσε την μάστιγα της περιφερείας και στ' άκουσμα του και μόνον έτρεμαν από φρικίαση μικροί και μεγάλοι;» 
Παρέμεινε μυστήριον για όλους το θαύμα της μεταλλαγής του! Αυτό το άγριο θηρίο της περιφερείας που ζητούσε αίμα, τώρα είναι ένα ήμερο μονοχρονίτικο αρνάκι. Ο σκληρός και υπερήφανος γύπας είναι ένα πάλλευκο περιστέρι που κοιτά τα πάντα με αθωότητα και αγάπη! Μερικές γριές γονατίζουν στους δρόμους και με την διακρίνουσα αυτές ευσέβεια και πίστιν λένε: «Ω! Κύριε του ουρανού και της γης! Δικό Σου είναι αυτό το θαύμα του Θωμά! Μόνον Συ, Κύριε, μπορείς να κάμεις τέτοια θαύματα γιατί μόνον Συ μας είπες ότι μπορείς να ξεκουράζεις κοντά Σου τις καρδιές μας»... 
Ο Θωμάς οδηγήθηκε στην ανάκριση που κράτησε μερόνυχτα ολόκληρα! Υποβάλλεται σε πιέσεις, να ομολογήσει όσα εγκλήματα διέπραξε και τα οποία, ίσως, δεν ανακάλυψε η Αστυνομία. Πόσον όμως μακριά από την πραγματικότητα ήταν ο κ. ανακριτής! Εκεί μπροστά του με τα δεμένα χέρια δεν ήταν ένας εγκληματίας καθισμένος στο σκαμνί της ανακρίσεως! Ο Θωμάς καθόλου δεν μιλά μπροστά στον κ. ανακριτή. Στέκεται με ένα ανάλαφρο και σταθερό χαμόγελο στα χείλη κι όταν κάποιο καινούργιο πρόσωπον θα μπει στο γραφείο, γυρίζει και του λέει ζωηρά, με αυθορμητισμό μικρού παιδιού: «Κριστός Βοσκρές».
Περνούσε ο καιρός και ο Θωμάς Ρυζκώφ, το άγριο εκείνο θηρίο, βρίσκεται κουλουριασμένος σε μια γωνιά του κατασκότεινου απομονωτηρίου του. Και οι χειροπέδες που του έχουν περάσει είναι τόσον βαριές, ώστε όταν προσπαθεί κάποια φορά να σηκώσει τα χέρια του, αυτά ματώνουν και σχηματίζουν επάνω στο κορμί του μακριά ρυάκια από αχνιστό αίμα. Όμως εκείνος αδιάφορος εξακολουθεί να βρίσκεται σε έκσταση θερμής προσευχής. 
Ακόμη και αυτό το φαγητό που του φέρνουν δεν τον πολυαπασχολεί! Εάν δεν του φωνάξει ο θηριώδης και βλοσυρός δεσμοφύλακας του, «φάε παλιόσκυλο», εκείνος δεν ζητά ούτε σταγόνα νερό για να δροσίσει τα αλμυρισμένα και λευκά χείλη του, ύστερα από την τόση ταλαιπωρία. Κι όσον περνούσε ο καιρός και όσον περισσότερο τον ανέκριναν, τόσον αυτός ήσυχα και ατάραχα έλεγε προς όλους το «Κριστός Βοσκρές». Με τα ίδια λόγια άπαντα όταν το μαστίγιο ανεβοκατεβαίνει με γρηγοράδα στο κορμί του και δημιουργεί αγιάτρευτες πληγές για να τον εξαναγκάσουν να μιλήσει.
Οι ανακριτικές αρχές συγκάλεσαν ιατρικό συμβούλιο για να πιστοποιήσουν τι συμβαίνει! Μήπως τρελάθηκε; Μήπως κάποια παράκρουσης δια νοητική; Μήπως ακόμη υποκρίνεται με έντεχνο τρόπο, για να αποφύγει την κρεμάλα που οπωσδήποτε τον περιμένει; Μεταξύ των άλλων που επισκέφθηκαν το άγριο θηρίο των Ουραλίων ήταν και ο αρχιεπίσκοπος Κιέβου και Γαλικίας Πιτχρίμ, ένας σοφός και αληθινά μεγάλος Ιεράρχης της Ορθοδοξίας: 
«Ούτε τρελός, ούτε ψυχοπαθής, ούτε και υποκρίνεται, όπως νομίζετε κύριοι! Ο Θωμάς Ρυζκώφ, αναγεννήθηκε με την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος, όπως τόσοι και τόσοι αμαρτωλοί της ζωής! Είναι ένα από τα πολλά θαύματα και αυτός του καλού μας Χριστού! Δεν μπορεί να συμβαίνει αλλιώς! Μόλις με είδε και μόνον που μπήκα στο θλιβερό κελί του σύρθηκε με τα γόνατα, για να έλθει κοντά μου, όχι για να μου επιτεθεί, αλλά για να μου ασπασθεί με τρυφεράδα μικρού παιδιού το χέρι και να μου πει με την μεγαλύτερη συγκίνηση που άκουσα ποτέ στην ζωή μου το, «Κριστός Βοσκρές».Τώρα «εις εαυτόν ελθών», την συγγνώμη του Θεού ζητεί και την δική μας την βοήθεια διά να γίνει ένας νέος άνθρωπος.
Η γέννηση του Τσάρεβιτς, του διαδόχου του θρόνου, για την οποίαν ο μεγαλόψυχος τσάρος Νικόλαος ο Α' παρεχώρησε γενική αμνηστία, χαρίζει και στον Θωμά την ελευθερία του την οποίαν ούτε ζήτησε, ούτε και τον εντυπωσίασε. Βγαίνοντας από την φυλακή υποκλίνεται συνεχώς μέχρι το έδαφος προς όλους και με το «Κριστός Βοσκρές» τους αποχαιρετά. Ο Θωμάς τώρα είναι ελεύθερος μεταξύ των ελευθέρων ανθρώπων, με εγγυητή τον καλό αρχιεπίσκοπο! 
Τώρα πια, ο Θωμάς γεμάτος Φως Χριστού, γεμάτος Θεία καλοσύνη, από τρομερός κακούργος και ληστής, είχε γίνει πιο ήρεμος και από το πιο άκακο παιδάκι. Δούλευε, δούλευε πρόθυμα και την πιο βαριά δουλειά! Ποτέ δεν γύρευε τίποτε και ούτε συμφωνούσε ποτέ αμοιβή! Κανένα δεν ενοχλούσε! Κανένα δεν άφησε χωρίς να εξυπηρετεί με καλοσύνη. Μόλις έβλεπε άνθρωπο φορτωμένο, πρόθυμα άφηνε την δουλειά του, για να τρέξει και να τον ξεκουράσει μέχρι το σπίτι του, υποκλινόμενος μάλιστα, μόλις άφηνε τα ψώνια με ευγένεια χωρίς να περιμένει τίποτε. 
Αλλού πάλι έβλεπε την γερόντισσα να επιστρέφει από το παζάρι με πράγματα και έτρεχε χαρούμενος και πρόθυμος να την ξεκουράσει, ενώ όπου πέθαινε κανένας φτωχός, ο Θωμάς αυτόκλητος νεκροπομπός ήταν παρών για να σηκώσει τον νεκρό, ν' ανοίξει τον τάφο, να τον θάψει και να προσφέρει μάλιστα και κάτι από το μεροκάματο του στα υπόλοιπα μέλη της πτωχής και πενθούσης ή απορφανισθείσης οικογενείας. Τώρα ο Λυκοθωμάς έγινε Καλοθωμάς. 
Κάποτε ένα φλογερό αληθινά καλοκαίρι, έπεσε φοβερή χολέρα. Ο κόσμος αποδεκατίζονταν από την επάρατη εκείνη αρρώστια με τόση γρηγοράδα, ώστε δεν προλάβαιναν να θάβουν τους νεκρούς. Μέσα σ' αυτήν την κόλαση της απογνώσεως και της φρίκης, μόνον ένας άνθρωπος τρέχει παντού πρόθυμα να δώσει χείρα βοηθείας, ο Θωμάς Ρυζκώφ!  Και μέσα στον γογγυσμό των πονεμένων και άρρωστων, μέσα στον καθολικό εκείνον γογγυσμό, από την χολέρα και το θανατικό, παρήγορη, τρυφερή και στοργική υψώνεται η φωνή του καλό-Θωμά: «Κριστός Βοσκρές!» 
Έρχομαι! Έρχομαι αδελφούλη μου! Εγώ, εγώ, εγώ είμαι ο Θωμάς! θα σου δώσω «ό,τι και αν θέλεις»... και ανασκουμπώνεται ο Θωμάς και προσφέρει ότι μπορεί. Στον έναν πετσέτες βρεγμένες με ξίδια και παγωμένα νερά! Στον άλλον αλλάζει τα σεντόνια και τα σκεπάσματα του! Στον πιο πέρα κάνει εντριβές με φάρμακα και αλλού κάμει αέρα σε φλογισμένα μέτωπα. Και το καταπληκτικότερο όλων! Ο Θωμάς πλησιάζει άφοβα και περιποιείται τους βαριά άρρωστους και εκείνοι ξυπνούσαν απύρετοι ευδιάθετοι και με δάκρυα στα μάτια φιλούσαν τα ευεργετικά, τα φιλάνθρωπα και ακούραστα χέρια του Θωμά.
Επί τέλους! Μόλις παρουσιάστηκαν τα πρώτα φθινοπωρινά κρύα η επιδημία υποχώρησε και οι Αρχές της πόλεως θέλησαν να ανταμείψουν επάξια τον ήρωα αυτόν της αγάπης, τον άγγελο αυτόν παρηγοριάς, τον Θωμά! Το μόνο που παρακαλεί είναι να του επιτρέψουν να πάει στο πανάρχαιο μοναστήρι της Πρέσναγια Μαρία (της Παναγίας), για να περάσει λίγες ημέρες στην ομορφιά και στην γαλήνη του! Η επιθυμία του Θωμά πρόθυμα και καλόγνωμα γίνεται παρά πάντων αποδεκτή και του παραχωρούν δυο γερά άλογα που τα φορτώνουν οι γυναίκες και οι άνδρες με αφιερώματα και «τάματα» και τον συνοδεύουν μέχρι έξω της πόλεως. 
Στο μοναστήρι γίνεται δεκτός με αγάπη και στο ιερό εξομολογητήριο ο Θωμάς γονατίζοντας και με σταυρωμένα χέρια στο στήθος αρχίζει να εξομολογείται χωρίς κανένα δισταγμό όλα του τα αμαρτήματα, χωρίς να περιμένει να του το πει ο ηγούμενος, λάμποντας από το Πανάγιο Πνεύμα που χιλιάδες χιλιάδων ανθρώπων έχει φωτίσει. Καμιά δικαιολογία, κανένα απολύτως ελαφρυντικό! Το μόνον που επίμονα τονίζει είναι ότι δεν διέπραξε εκείνο για το οποίο τον κατηγόρησαν, τότε που ήταν μόλις 24 χρόνων και καταδικάστηκε άδικα!
Έπειτα, ο ηγούμενος τον ρωτά να ομολογήσει αδίστακτα εάν η μετάνοια του είναι οριστική και η απόφαση του αμετάκλητη, ν' ακολουθήσει την εν Χριστώ ζωή. Ο Θωμάς, ρίχτηκε στην αγκαλιά του ηγουμένου με αφέλεια και λαχτάρα μικρού παιδιού και με δυνατά τώρα αναφιλητά λέγει: «Ναι! Ναι! τίμιε πάτερ, για πάντα στον Χριστόν». Κατόπιν της συγχωρητικής ευχής, ο Θωμάς οδηγήθηκε σε κελί του ξενώνα του μοναστηριού, για να ξεκουραστεί ύστερα από την τόση συγκίνησή του, την  επομένη Κατά την μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων! 
Την ώρα της Θείας Μεταλήψεως ένα μικρό παράξενο πουλί μπήκε και κάθισε στο αναλόγιο το αριστερό και τραγουδούσε τόσον μελωδικά, λες και ήθελε να συνοδεύσει τον ψάλτη - μοναχό που γλυκά και αυτός και κατανυκτικά έψαλλε:  Τώρα ο Θωμάς παραμένει για λίγο στο μοναστήρι κι έπειτα φεύγει. Πέρασαν ακόμη τριάντα ολόκληρα χρόνια! Την εποχή αυτή έχουν πέσει πολλά χιόνια και ο Φεβρουάριος του χρόνου αυτού είναι φοβερός όσο ποτέ άλλοτε. Γύρω από τα Ουράλια όρη έχουν έλθει από την Πετρούπολη, πρίγκιπες, μεγιστάνες και άλλοι ευγενείς, για να κυνηγήσουν αγριογούρουνα. 
Μεταξύ όλων και ο πρίγκηψ Μετισλάβ Κανιέφ, άλλοτε Φρούραρχος του Κιέβου, περίπου εξήντα - πέντε χρόνων με μεγάλη στρατιωτική δράση και πείρα κυνηγά με διάθεση και ευχαρίστηση μικρού παιδιού παρά τα χρόνια που σηκώνει επί των ώμων του! Ξαφνικά ένα αγριογούρουνο παρουσιάστηκε μπροστά του και τώρα αρχίζει το κυνηγητό του με όλη την δύναμιν και την πείρα που έχει σαν παλιός στρατιωτικός. Μα όπως το κυνηγούσε και αυτό έτρεχε γρυλίζοντας βρέθηκε ο πρίγκηψ μπροστά σε μια καλύβα στο άνοιγμα της οποίας πρόβαλλε ένας πάλλευκος γέροντας, ψηλόσωμος και ολοφάνερα εξαϋλωμένος από την άσκηση. 
Πίσω από ένα θεόρατο έλατο, ο πρίγκηπας είδε τον γέροντα ασκητή γονατισμένο να προσεύχεται αφού προηγουμένως αντί άλλου προοιμίου είπε τρεις φορές: «Κριστός Βοσκρές! Κριστός Βοσκρές! Κριστός Βοσκρές!»Το στήθος του γέρου - ασκητού ανάσαινε βαριά, τα μάτια του έχουν πάρει μια επιθανάτιο απαστράπτουσα όψη και τα χείλη του συνεχίζουν με συγκίνησιν να ψελλίζουν: «Κύριε! Κύριε μου! Άνοιξε τις πύλες των ουρανών». Ο πρίγκηψ κατασυγκινημένος ανατριχιάζει από την φυσιογνωμία του γέροντος, γιατί στο πρόσωπο του αναγνωρίζει τον Θωμά Ρυζκώφ! 
Έπειτα, έτρεξε γρήγορα - γρήγορα κοντά του και γονατίζοντας με το ένα πόδι τον παίρνει στην αγκαλιά του, ενώ ο ασκητής γυρίζει τρεμουλιαστά το κεφάλι του με άκακο και τρυφερό βλέμμα μικρού παιδιού και λέγει μόλις ακουόμενος στον πρίγκιπα: «Ώστε με γνωρίσατε, Υψηλότατε, εμένα τον αχρείο δούλο Κυρίου;» 
Και συνέχισε αργά και πονεμένα: «Ω! πόσον έχω κλάψει στην ζωήν μου, από τότε που ένα μικρό παιδάκι, με ένα κόκκινο πασχαλιάτικο αυγό στο χέρι μου έδειξε τον δρόμο του γυρισμού κοντά στον Θεό! Πόσον μετάνιωσα και πόσο προσευχήθηκα! Ω! εκείνη Η ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ πόσο με άλλαξε και με έκαμε μερόνυχτα στα γόνατα πεσμένος να ζητώ το έλεος και τη συγγνώμη του Κυρίου μας. Φεύγω! Φεύγω πια, κουρασμένος και συντρίμμι από το βάρος της ενοχής μου! Φεύγω! Μα θα ήθελα να ξέρω, άραγε... ο Καλός... μας, Χρι... στός, θα..., συγ... χωρή... σει τα πολ... λά μου αμαρ... τη... μα... τα;» και με κόπο καταβάλλοντας μια ύστατη προσπάθεια κάμει το σημείον του Σταυρού επί του στήθους του που κινείται αργά - αργά. 
Τότε, στρέφοντας τα μάτια του προς τον ουρανό λέει: «Κύριε, Κύριε μου! Άνοιξε μου τις πύλες των ουρανών». Το κεφάλι του Θωμά Ρυζκώφ έγειρε απότομα προς τα δεξιά όπως τον κρατούσε ο πρίγκηψ στην αγκαλιά του και ένα ιλαρό, γλυκύτατο φως περιέλουσε το πρόσωπον του σαν φωτοστέφανο! Ο πρίγκηψ κατελήφθη από δέος και απαλά - απαλά απέθεσε τον ασκητή επί του εδάφους! Του σταύρωσε τα χέρια, του έκλεισε τα ζεστά του μάτια που κοιτούσαν ακόμη με λαχτάρα τον ουρανό και στάθηκε επάνω από τον νεκρό βουβός και με στάση προσοχής!  
Ξάφνου, από τον ουρανό κατεβαίνει πλήθος αγγέλων, που περιτριγυρίζουν με ευλάβεια τον νεκρό ασκητή. Ο πρίγκηψ μαγνητίστηκε επί ώρα πολλή, ώστε, οι δικοί του που ανησύχησαν και τον αναζήτησαν, τον βρήκαν σε στάση που τους κατέπληξε «Μα τι συνέβη, υψηλότατε; Γιατί είσθε τόσον χλωμός, αλλά και τόσο συγκινημένος;» Εκείνος σαν να συνέρχεται από όνειρο ή από κάποιον άλλον κόσμον να κατεβαίνει τινάζει λίγο το κεφάλι του και τους λέγει με αργό και επίσημο λόγο: 
«Γονατίσατε καλοί μου φίλοι! Γονατίστε μπροστά σ' ένα σύγχρονο άγιον. Έναν άνθρωπο που τον αναγέννησε ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ και με το χέρι ενός παιδιού που προσέφερε ένα πασχαλιάτικο αυγό στον πρώην κακούργο για να τον κάμει άξιον, ώστε προ ολίγου να παραλάβουν την ψυχή του άγγελοι του ουρανού που κατέβηκαν σταλμένοι από τον Θεό για την μετανιωμένη αυτή ψυχή». 
Γύρω από τον νεκρό τώρα Θωμά Ρυζκώφ, τον ασκητή που χρόνια έκλαψε και προσευχήθηκε ζητώντας το έλεος του Θεού βρίσκεται ένας ολόκληρος κόσμος που γονατίζει, αποκαλύπτεται, κάμει τον σταυρό του και ασπάζεται το μοσχομυρισμένο λείψανό του. Χίλιες μυρωδιές και μύρια πουλιά κάθονται στα τριγύρω δέντρα και ψάλλουν την μεγάλη αλήθεια της Πίστεως μας: «Πιο μεγάλη και από την πιο μεγάλη αμαρτία είναι η αγάπη του καλού μας Θεού και η ευσπλαχνία Του προς κάθε μετανιωμένο»
(Ο πνευματικός μου πατέρας διηγείται το θαύμα από το βιβλίο των Εκδόσεων Ιεράς Καλύβης Αγίου Χαραλάμπους, Νέας Σκήτης, Αγίου όρους)



Καλημέρα σας! Καλή και ευλογημένη εβδομάδα!

Image and video hosting by TinyPic

Δευτέρα 10 Ιουνίου 2013

Προγονικές συμβουλές




Ἐγγύην φεῦγε: Να αποφεύγεις να γίνεσαι εγγυητής (Αρχαίο ρητό)
Παιδί τῆς ἐγγυήσεως εἶναι ἡ συμφορά (Αρχαίο ρητό)
Ραθυμίας περίφευγε καὶ κακούς φίλους: Να αποφεύγεις την τεμπελιά και τους κακούς φίλους (Μένανδρος)  
Ἡδονῆς κράτει(Κλεόβουλος ο Ρὀδιος): Προσπάθησε να κυριαρχείς στις επιθυμίες σου.
Εὐλαβοῦ τάς διαβολάς κἄν ψευδεῖς ὦσιν: να φοβάσαι και να προσέχεις τις διαβολές και τις συκοφαντίες, έστω κι αν αυτές είναι ψεύτικες (Αρχαίο ρητό)
Ἀθάνατον ἔχθραν μὴ φύλαττε, θνητός ὤν (Μένανδρος): Αθάνατη έχθρα μην κρατάς (μην είσαι μνησίκακος), αφού είσαι θνητός.
Πᾶν ὅ, τι ἄν μέλλῃς ἐρεῖν πρότερον ἐπισκόπει τῇ γνώμῃ· πολλοῖς γάρ ἡ γλῶττα προτρέχει τῆς διανοίας: Για ό, τι πρόκειται να μιλήσεις, προηγουμένως να σκεφτείς καλά. Γιατί σε πολλούς η γλώσσα τρέχει πιο μπροστά από τη σκέψη (Ισοκράτης)
Mὴ πᾶσιν, ἀλλὰ τοῖς δοκίμοισι πιστεύειν· τὸ μὲν γὰρ εὔηθες, τὸ δὲ σωφρονέοντος: Να μην εμπιστεύεσαι εύκολα όλους.  Να έχεις εμπιστοσύνη σε αυτούς που τους έχεις δοκιμάσει και αποδείχθηκαν αξιόπιστοι. Γιατί το ένα είναι μωρία και ανοησία, το άλλο είναι φρόνηση, δείχνει άνθρωπο συνετό (Δημόκριτος)
Ὁ συκοφάντης έστί τοῖς πέλας λύκος: Ο συκοφάντης είναι λύκος για εκείνους που βρίσκονται κοντά του (Μένανδρος)
Κάποια μέρα στην αρχαία Ελλάδα ο Περικλής έμαθε πως ο σοφός Αναξαγόρας ήταν κατάκοιτος και κινδύνευε να πεθάνει από την πείνα. Έτρεξε τότε σπίτι του και με ύφος λυπημένο του είπε:
-Αν πεθάνεις, δεν θα κλάψω εσένα, αλλά την πόλη που θα χάσει έναν τέτοιο σοφό άνθρωπο. Ο Αναξαγόρας τότε με μισοσβησμένη φωνή του απάντησε:
-Περικλή, εκείνοι που χρειάζονται το λυχνάρι, του ρίχνουν και λάδι.
Σόλων πῶς ἄριστα αἱ πόλεις οἰκοῖντο ἐρωτηθείς εἶπεν, ἐάν οἱ μέν πολῖται τοῖς ἄρχουσι πείθωνται οἱ δέ ἄρχοντες τοῖς νόμοις: Όταν ο Σόλωνας ρωτήθηκε πώς θα κυβερνούσαν οι πόλεις με τον καλύτερο τρόπο, είπε:"αν οι πολίτες υπακούουν στους άρχοντες και οι άρχοντες στους νόμους" (Ανθολόγιον του Στοβαίου)
Σπεῦδε βραδέως: Με περίσκεψη να προχωρείς στις ενέργειές σου (Πυθαγόρειοι)
Ὅ μέλλεις πράττειν, μή πρόλεγε· ἀποτυχών γάρ γελασθήσῃ: αυτό που πρόκειται να κάνεις μην το διατυμπανίζεις από πριν. Γιατί θα γελοιοποιηθείς αν δεν κατορθώσεις να το πραγματοποιήσεις. (Πιττακός ο Μυτιληναίος)
Οὐ μετανοεῖν ἀλλά προνοεῖν χρή τόν ἄνδρα τόν σοφόν: Δεν μετανιώνει για όσα έκανε ο σοφός και συνετός άνθρωπος, εφόσον προνοεί, όταν προβαίνει σε κάποια ενέργεια, για να προλάβει κάτι κακό που μπορεί να γίνει (Επίχαρμος)
Ὡς ἄριστος οἶκός ἐστιν,ὁ τῶν περισσῶν μηδενός δεόμενος καί τῶν άναγκαίων μηδενός ενδεόμενος: Τέλεια και άριστη είναι η οικογένεια, το σπίτι εκείνο το οποίο δεν έχει ανάγκες περιττές και από τα αναγκαία τίποτε δεν του λείπει, δεν στερείται (Πιττακός ο Μυτιληναίος)  
Ἀνεξέταστον μή κόλαζε οὐδένα: Προτού ανακρίνεις και εξετάσεις με προσοχή να μην καταδικάζεις κανέναν (Αρχαίο ρητό)
Λαῷ μή πίστευε· πολύτροπος ἔστιν ὅμιλος· λαός τοι καί ὕδωρ καί πῦρ ἀκατάσχετα πάντα: Να μην έχεις εμπιστοσύνη στη μάζα, στον όχλο. Ο όχλος είναι ακατάστατος και ασταθής. Λαός, νερό, φωτιά είναι και τα τρία στοιχεία ακατάσχετα-δεν ελέγχονται δηλαδή (Φωκυλίδης)
Πρέπει να γνωρίζει κανείς ότι δεν είναι εύκολο στον άνθρωπο να σχηματίσει σωστή άποψη και γνώμη ορθή για κάτι, εάν δεν το συζητάει κάθε ημέρα και δεν ακούει και τς γνώμες των άλλων κι αν δεν το δοκιμάζει στην πρακτική του βίου, στην καθημερινή πράξη (Επίκτητος)
Σοφόν ἕν βούλευμα τάς πολλάς χέρας νικᾷ, σύν ὄχλῳ δ' ἀμαθίᾳ πλεῖστον κακόν: Μια απόφαση σοφή, δηλαδή που λαμβάνεται κατόπιν βαθιάς μελέτης και πολλής σκέψεως νικά πολλά χέρια. Μια όμως απόφαση ασύνετη, δηλαδή που λαμβάνεται χωρίς πολλή σκέψη λόγω αμαθείας και υποστηρίζεται από τον όχλο, γίνεται αιτία μεγάλου κακού (Ευριπίδης)

Καλημέρα σας! Καλή και ευλογημένη εβδομάδα! 


 


Related Posts with Thumbnails